
Ronald Dworkin: Θρησκεία χωρίς Θεό [Religion without God. Massachusetts: Harvard University Press, 2013]. Μετάφραση: Στέλιος Βιρβιδάκης. Επιμελητής: Ελένη Μαρτζούκου. Αθήνα: Αρμός, Πατάκης, 182 σελίδες, 10.90 ευρώ.
Κρίνει ο Μύρων Ζαχαράκης (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών)
apostolosproject1000@gmail.com
Σήμερα, στις φιλελεύθερες, βιομηχανικές και εκκοσμικευμένες κοινωνίες της Δύσης, παρατηρούμε την ισχύ του αθεϊσμού να είναι μεγαλύτερη από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη εποχή. Μαζί με τον αθεϊσμό, και υπό την επιρροή της ανάπτυξης των φυσικών επιστημών και των τεχνικών τους επιτευγμάτων, ο υλισμός γίνεται μια τόσο δημοφιλής όσο και αμφιλεγόμενη κοσμοθεωρία. Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένοι άθεοι φιλόσοφοι επιμένουν ότι δεν θα πρέπει ο κοινωνικός «θάνατος του Θεού» να συνεπάγεται και το τέλος της πνευματικότητας και την άνευ όρων παράδοση στον νατουραλισμό και στον υλισμό. [1] Αντίθετα, οι φιλόσοφοι αυτοί επιχειρούν την άντληση «ωφέλιμων» στοιχείων από διάφορες πλευρές των θρησκευτικών παραδόσεων, διατηρώντας παράλληλα στο ακέραιο το αθεϊστικό πλαίσιο της φιλοσοφικής τους σκέψης. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο Αμερικανός φιλόσοφος του Δικαίου, Ρόναλντ Ντουόρκιν. Το βιβλίο, με τίτλο Θρησκεία χωρίς Θεό, στηρίχθηκε σε διαλέξεις του και δημοσιεύθηκε λίγο μετά τον θάνατό του, το 2013. Καίτοι άθεος ο ίδιος, ο Ρόναλντ Ντουόρκιν στις σελίδες του κάνει λόγο για τη «θρησκευτική στάση»:
«Η θρησκευτική στάση απορρίπτει τη φυσιοκρατία, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο για την πολύ δημοφιλή μεταφυσική θεωρία πως δεν υπάρχει τίποτα το πραγματικό εκτός από αυτά που μπορούν να μελετηθούν από τις φυσικές επιστήμες, συμπεριλαμβανομένης της ψυχολογίας». (25)
Ο Ντουόρκιν προτάσσει, μάλιστα, τη διάκριση ανάμεσα σε «γνωσιακό» και «αξιακό» μέρος μιας θρησκείας, με το πρώτο να περιέχει τη θεωρητική διδασκαλία της, ενώ το δεύτερο να έγκειται στα ηθικά παραγγέλματα. Ισχυριζόμενος πως τα γεγονότα δεν μπορούν να καταστήσουν αυτόματα αληθείς τις αξιολογικές κρίσεις, αλλά απαιτείται πάντοτε μια πράξη «πίστης» εκ μέρους μας, υποστηρίζει πως είναι κανείς αναγκασμένος σε κάθε περίπτωση να κάνει ένα «άλμα πίστης», ασχέτως του αν αποδέχεται την ύπαρξη Θεού ή όχι (22, 35-37 και 42). Όπως υποστηρίζει:
«Η θρησκευτική στάση, ας το επαναλάβουμε, επιμένει στην πλήρη ανεξαρτησία της αξίας: O κόσμος της αξίας είναι αυτάρκης και αυτοεπικυρούμενος. Μήπως αυτό σημαίνει πως η θρησκευτική στάση ακυρώνεται λόγω κυκλικότητας; Προσέξτε πως σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει κανένας μη κυκλικός τρόπος για να επικυρώσουμε την ικανότητά μας να βρίσκουμε την αλήθεια σε οποιονδήποτε διανοητικό τομέα» (28-29).
Σύμφωνα με τον Ντουόρκιν, τα μαθηματικά μοιράζονται με την ηθική το κοινό ότι είναι αδύνατο να θεμελιωθούν με κάτι που βρίσκεται έξω από αυτά: όπως η πρόταση ότι επτά και πέντε μας δίνουν αποτέλεσμα δώδεκα οφείλει να αποδειχτεί, αλλά μονάχα με μαθηματικά και όχι με κάτι έξω από αυτά, έτσι και η ηθική δεν μπορεί να στηριχθεί και να αποδειχτεί με κάτι που να είναι εκτός της. Αυτό είναι ο αξιακός ρεαλισμός χωρίς θεμέλια (96). [2] Σύμφωνα με τον Ντουόρκιν:
«Ποιο λόγο έχουμε να υποθέσουμε πως διαθέτουμε την ικανότητα για ορθές αξιολογικές κρίσεις; Ο ρεαλισμός χωρίς εξωτερική θεμελίωση απαντά: Ο μόνος λόγος που θα μπορούσαμε να έχουμε είναι πως στοχαζόμαστε υπεύθυνα πάνω στις ηθικές μας πεποιθήσεις και τις κρίνουμε πειστικές. Θεωρούμε πως είναι αληθείς, και γι’ αυτό θεωρούμε πως έχουμε την ικανότητα να βρούμε την αλήθεια. Πώς μπορούμε να απορρίψουμε την υπόθεση ότι όλες μας οι πεποιθήσεις για την αξία είναι μόνο αμοιβαία υποστηριζόμενες ψευδαισθήσεις; Ο ρεαλισμός χωρίς εξωτερική θεμελίωση απαντά: Καταλαβαίνουμε αυτή την υπόθεση με τον μόνο τρόπο που την καθιστά κατανοητή. Πρόκειται για τον ισχυρισμό πως δεν έχουμε επαρκή ηθική επιχειρηματολογία για καμιά από τις ηθικές μας κρίσεις. Αναιρούμε αυτό τον ισχυρισμό αναπτύσσοντας ηθικά επιχειρήματα για κάποιες από τις ηθικές μας κρίσεις» (28).
Πώς όμως προκύπτει μια θρησκεία, η οποία αξιώνει να είναι «χωρίς Θεό»; Ουσιαστικά, ο Ντουόρκιν ονομάζει «θρησκεία» την πίστη σε μια αντικειμενική εγκυρότητα των ηθικών αξιών και την πίστη στην αντικειμενική ομορφιά του φυσικού σύμπαντος. Η θρησκευτική στάση είναι θέμα πίστης, αλλά και η επιστήμη και τα μαθηματικά αποτελούν στη βάση τους αποτέλεσμα πίστης, αφού αδυνατούν να θεμελιωθούν από κάτι έξω από αυτά (31). Οι αρχές της επιστημονικής μεθόδου δικαιολογούνται μόνο από τη συσσώρευση επιστημονικής γνώσης που έχουν παραγάγει (30). Η επιστήμη εδραιώνεται μέσω των πειραμάτων, αλλά τα πειράματα είναι και μέρη αυτού που ονομάζουμε «επιστήμη». Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει κανένας μη κυκλικός τρόπος να επικυρώσουμε την αλήθεια ενός διανοητικού τομέα (29). Επομένως, τόσο ο άθεος όσο και ο θεϊστής είναι όντα που πιστεύουν και για τον Ντουόρκιν, δεν είναι παρά δύο διαφορετικοί τύποι «θρησκευόμενων» (59).
Συγκεκριμένα, κάθε (θεϊστική) θρησκεία, υποστηρίζει, διαθέτει αποτελείται από αυτά τα δύο τμήματα. Το πρώτο μέρος είναι το γνωσιακό και περιέχει τη θεωρητική της διδασκαλία, δηλαδή τη δογματική και τα βασικά της άρθρα πίστης, ενώ το δεύτερο αποτελείται από τα αντίστοιχα ηθικά παραγγέλματα (35). [3] Η «θρησκεία» που εισηγείται ο Ντουόρκιν διαθέτει αποκλειστικά δύο αρχές, η πρώτη εκ των οποίων είναι η αντικειμενικότητα των ηθικών αξιών, ενώ η δεύτερη έγκειται στην αναγνώριση αντικειμενικής ομορφιάς στο φυσικό σύμπαν. [4] Με αυτό, βρισκόμαστε στον πυρήνα του επιχειρήματος του Ντουόρκιν: τα συμβάντα, μας λέει εμφατικά, δεν μπορούν να καταστήσουν αυτόματα αληθείς τις αξιολογικές κρίσεις αλλά απαιτείται πάντοτε μια υποκείμενη υπόθεση αξίας εκ μέρους μας (42). Κοινώς, η ζωή και ο κόσμος δεν μπορεί να θεωρούνται έμπλεα νοήματος απλώς και μόνο λόγω του Θεού (22 και 37).
Αυτό που εννοείται εδώ είναι ότι, ανεξάρτητα από το αν τυχόν πιστεύει κανείς σε θρησκευτικά δόγματα, προκειμένου να δεχθεί την αντικειμενικότητα της ηθικής οφείλει να καταφύγει στην πίστη, πράγμα που ισχύει για θρησκευόμενους και για άθεους. Γι’ αυτό η θεϊστική θρησκεία και ό,τι ο Ντουόρκιν αποκαλεί «αθεϊστική» θρησκεία, πιστεύει ο ίδιος, έχουν περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους παρά διαφωνίες (41). [5] Ο Ντουόρκιν αφαιρεί το θεωρητικό μέρος της θρησκευτικής διδασκαλίας, επιδιώκοντας παράλληλα τη διατήρηση των ηθικών συνεπειών της. [6] Σε ορισμένα ζητήματα, τονίζει, πρέπει να δεχόμαστε απαντήσεις δίχως αιτιολόγηση, όχι όμως στα ερωτήματα για τη δομή του φυσικού κόσμου (86-87).
Παράλληλα, ο Dworkin θεωρεί τόσο την απάντηση «είναι απλώς έτσι» όσο και την επ’ άπειρον αναδρομή εξηγήσεων μη ικανοποιητικές απαντήσεις (87-89). Ως προς το νομικό σκέλος, ο Ντουόρκιν επιχειρηματολογεί επίσης για το ότι δεν υπάρχει λόγος η συνταγματική προστασία των θρησκειών να μην μπορεί να περιλαμβάνει και μία μη θεϊστική θρησκευτική πίστη (116-121). Για να ζει ένας άνθρωπος καλά, συμπεραίνει, πρέπει να πιστεύει πως υπάρχει ένας ανεξάρτητα και αντικειμενικά σωστός τρόπος για να ζει κανείς (116 και 157). [7] Έχουμε εδώ έναν ιδιάζοντα συνδυασμό ηθικά ρεαλιστικών επιδιώξεων με «ησυχαστικές» διακηρύξεις. [8]
Προχωρώντας τώρα στην κριτική, μπορούμε πρώτα να παρατηρήσουμε πως η «θρησκεία» που εισηγείται ο Ντουόρκιν δεν έχει καμία σχέση με ό,τι κατανοείται παραδοσιακά ως θρησκεία, διότι δεν διαθέτει λατρευτικές πρακτικές, γύρω από τις οποίες να συνάζεται μια ανθρώπινη κοινότητα. [9] Ως λογική αδυναμία της συλλογιστικής του, έχει επισημανθεί η μη ισοδύναμη σχέση ανάμεσα στο αξιακό και το γνωσιακό μέρος των θρησκειών: ενώ μπορεί κανείς να ασπάζεται το πρώτο απορρίπτοντας το δεύτερο, θα αποτελούσε παραλογισμό η αποδοχή του δεύτερου δίχως το πρώτο. Τα δύο μέρη δεν είναι εντελώς ανεξάρτητα μεταξύ τους. [10] Έπειτα, το γεγονός, πως η τοποθέτηση του Ντουόρκιν είναι μη θεμελιωτική, αλλά προϋποθέτει την «πίστη», δεν πλήττει άραγε και τον ρεαλισμό της; Αν η αθεϊστική θρησκεία αποτελεί το «εποικοδόμημα» μιας κατασκευής, τότε η έλλειψη στέρεας βάσης στην κατασκευή θα ήταν ικανή να το συμπαρασύρει στην κατάρρευση. Αυτή η βάση για τον Dworkin είναι ο αντιθεμελιωτισμός.
Συγκεκριμένα, για τον Dworkin, μπορούμε να έχουμε ηθική χωρίς αυτή να ερείδεται σε καμία μεταφυσική. Μάλιστα, ο ίδιος έχει αποπειραθεί να δείξει πως ακόμη και ο εντοπισμός ιδιοτελούς συμφέροντος σε κάθε ηθική κρίση ή και μια πιθανή απόδειξη της απουσίας ελεύθερης βούλησης στον άνθρωπο, δεν θα επαρκούσαν για να αναιρέσουν ολοκληρωτικά την εγκυρότητα των ηθικών μας κρίσεων. Ο λόγος είναι ότι, κατά τη γνώμη του, δεν υπάρχει κάποιο επιχείρημα για την ηθική που να μην στηρίζεται σε κάποιες, υπόρρητες έστω, ηθικές παραδοχές προκείμενες. Πάντοτε, η ηθική στηρίζεται πρωταρχικά σε μερικές προϋπάρχουσες δεοντολογικές παραδοχές. [11]
Η εν λόγω αντίρρηση, όμως, ότι κάθε επιχειρηματολογία είναι κυκλική, δεν εξαφανίζει αλλά μεγιστοποιεί το πρόβλημα, διότι απλώς δείχνει ότι το ίδιο πρόβλημα της ηθικής υπάρχει και στον χώρο της γνώσης. Αν το Δέον δεν μπορεί να στηριχθεί κατά κανέναν τρόπο στο Είναι, τότε ο στοχασμός μας αδυνατεί να διαφύγει εντελώς από τον υποκειμενισμό. [12] Δεν καταλήγει τότε η ηθική σε συγκινησιοκρατία και σε ένα σύνολο δηλώσεων των προσωπικών μας προτιμήσεων; [13] Κάτι τέτοιο, όμως, θα αναιρούσε αναγκαστικά και τον ρεαλιστικό της χαρακτήρα. [14] Σε τελική ανάλυση, η πρόταση του Dworkin είναι τρωτή στις ίδιες ενστάσεις που πλήττουν και κάθε πίστη φιντεϊστικού και μη θεμελιοκρατικού χαρακτήρα: είναι ο ψυχολογισμός και ο σχετικισμός, οι κίνδυνοι υπονόμευσης μιας αμιγώς ορθολογικής επιχειρηματολογίας που κάθε φιλοσοφική απόπειρα οφείλει να χρησιμοποιεί.
Σημειώσεις
[1] Marcel Gauchet: Η απομάγευση του κόσμου. Μια πολιτική ιστορία της θρησκείας. Μετάφραση Άννα Κλαμπατσέα. Αθήνα: Πατάκης, 2012, σ. 429. Θερμές ευχαριστίες στον καθηγητή, κ. Στέλιο Βιρβιδάκη, για τις ιδιαίτερα χρήσιμες παρατηρήσεις του.
[2] Οι περισσότεροι εκπρόσωποι του αξιακού/ηθικού ρεαλισμού αποδέχονται ότι οι ηθικές κρίσεις ενδέχεται να είναι αληθείς ή ψευδείς, ότι τουλάχιστον κάποιες από αυτές είναι αληθείς διότι υπάρχει μια ηθική πραγματικότητα στην οποία αντιστοιχούν, αλλά και ότι είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι είναι αληθείς. Βλ. Στέλιος Βιρβιδάκης, «Ηθικός ρεαλισμός και μεταηθικός ησυχασμός», στο: Ισοπολιτεία, τεύχ. 2 (τόμ. 3), 1999, σ. 69-70.
[3] Ο Dworkin αναφέρεται στις «παραδοσιακές θεϊστικές θρησκείες», εννοώντας τους Ιουδαϊσμό, Χριστιανισμό και Ισλάμ.
[4] Και οι δύο αυτές έχουν βιβλική προέλευση. Σταύρος Ζουμπουλάκης, «Η τελευταία πρόταση του Ρόναλντ Ντουόρκιν: θρησκεία χωρίς Θεό», στο: Βάσω Κιντή, Φιλήμων Παιονίδης (επιμ.): Τρόποι του φιλοσοφείν: τιμητικός τόμος για τον Στέλιο Βιρβιδάκη. Αθήνα: Εκκρεμές, 2024, σ. 342.
[5] Ως παραδείγματα «θρησκευόμενων» άθεων, ο Dworkin αναφέρει τους Αϊνστάιν και Σπινόζα, οι οποίοι δεν πίστευαν μεν σε έναν προσωπικό θεό, αλλά αρκούνταν να επιδεικνύουν μια «θρησκευτική πίστη στη φύση» (ό.π., σ. 116 και εξής).
[6] Στέλιος Βιρβιδάκης: «Η αναγνώριση της πραγματικότητας των αξιών ως η κεντρική ιδέα μιας θρησκείας χωρίς Θεό», στο: ό.π., σ. 162: «Ο Ντουόρκιν θεωρεί εσφαλμένη και περιττή την επίκληση οντολογικών ερεισμάτων για τη στήριξη της κατ’ αυτόν αδιαμφισβήτητης αντικειμενικότητας βασικών κανονιστικών πεποιθήσεων».
[7] Πρβλ. και το επίμετρο του Στέλιου Βιρβιδάκη στον ίδιο τόμο, σ. 178-179.
[8] Στέλιος Βιρβιδάκης: «Ηθικός ρεαλισμός και μεταηθικός ησυχασμός», ό.π., σ. 79.
[9] Σταύρος Ζουμπουλάκης: «Η τελευταία πρόταση του Ρόναλντ Ντουόρκιν: θρησκεία χωρίς Θεό», ό.π., σ. 342. Ο Ζουμπουλάκης εικάζει πως η κίνηση του Dworkin έχει πολιτικά αίτια και συγκεκριμένα την ένωση θεϊστών και αθεϊστών γύρω από τους φιλελεύθερους πολιτικούς θεσμούς. Κατά τη γνώμη μας, το κύριο μέλημά του είναι η προάσπιση της θεωρίας του από πιθανές θεμελιωτικές αντιρρήσεις.
[10] Ό.π.
[11] Ronald Dworkin: «Objectivity and Truth: You’d Better Believe It», στο: Philosophy & Public Affairs 25, 1996, ιδιαίτερα σ. 120-128.
[12] Η «διολίσθηση» στον αξιακό/κανονιστικό μηδενισμό, εξαιτίας της ριζικής αποκοπής του Δέοντος από το Είναι, έχει τονισθεί από διάφορους διανοούμενους, όπως οι Μαξ Βέμπερ, Ζακ Μονό, Άλασνταιρ Μακιντάιρ, Λέο Στράους και Παναγιώτης Κονδύλης. Και οι πέντε προαναφερθέντες έχουν επισημάνει τον καίριο ρόλο, σε αυτό, της επιστημονικής ανάπτυξης των Νεώτερων Χρόνων. Βλ. Max Weber: Η επιστήμη ως επάγγελμα. Μετάφραση Ιωάννης Συκουτρής. Αθήνα: «Μέλισσα», 1933, σ. 67-72. Ζακ Μονό: Η τύχη και η αναγκαιότητα: δοκίμιο για τη φυσική φιλοσοφία της νεότερης βιολογίας. Μετάφραση Νίκος Παπαδόπουλος. Αθήνα: Ράππα, 1971, ιδιαίτερα σ. 56-59 και 215-223. Παναγιώτης Κονδύλης: Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός: τόμος Β’. Μετάφραση Παναγιώτης Κονδύλης. Αθήνα: Θεμέλιο, 2004, σ. 169-174. Alasdair Macintyre: Μετά την αρετή: μελέτες ηθικής θεωρίας. Μετάφραση Δημήτρης Δημακόπουλος, Νίκος Μανωλόπουλος, Μιχάλης Πάγκαλος. Αθήνα: Άρτος Ζωής, 2021, σ. 190-207 και 253-260. Λέο Στράους: Φυσικό δίκαιο και ιστορία. Μετάφραση Στέφανος Ροζάνης. Αθήνα: Γνώση, 1988, το δεύτερο κεφάλαιο όπου συζητείται η διάκριση γεγονότων και αξιών, με ενδελεχή κριτική στη βεμπεριανή θέση. Πρβλ. και Leo Strauss: «Τα τρία κύματα της νεωτερικότητας», στου ιδίου: Τι είναι πολιτική φιλοσοφία/Τα τρία κύματα της νεωτερικότητας. Μετάφραση Ηλίας Βαβούρας, Σπύρος Μακρής. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2021, σ. 368: «Η Νεωτερικότητα, λοιπόν, προέκυψε από τη δυσαρέσκεια για το χάσμα ανάμεσα στο Είναι και το Δέον, στο πραγματικό και το ιδανικό». Για μια πιο πρόσφατη, αν και κατά τη γνώμη μας ατελέσφορη, προσπάθεια αντιμετώπισης του συγκεκριμένου προβλήματος, με όχημα τη βεμπεριανή σκέψη, βλ. Γιάννης Κτενάς: Το πρόβλημα της θεμελίωσης των αξιών. Αθήνα: Πόλις, 2022.
[13] Στέλιος Βιρβιδάκης: «Ηθικός ρεαλισμός και μεταηθικός ησυχασμός», ό.π., σ. 81. Ο όρος «μεταηθικός ησυχασμός» περιγράφει με ακρίβεια τη θεωρία του Dworkin.
[14] Πρβλ. τη σημείωση 2 στο παρόν άρθρο.