2022_2

no title has been provided for this book
Χρήστος Αθαν. Τερέζης: Πρόκλος. Προσεγγίσεις στην ηθική φιλοσοφία του. Η Πλατωνική Ακαδημία ανακαλύπτει τον εαυτόν της. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2020.

Χρήστος Αθαν. Τερέζης: Πρόκλος. Προσεγγίσεις στην ηθική φιλοσοφία του. Η Πλατωνική Ακαδημία ανακαλύπτει τον εαυτόν της. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2020, 438 σελίδες, 22,90 ευρώ.

Κρίνει η Σπυριδούλα Θεοδωράκη (Πανεπιστήμιο Πατρών)

spiridoula.the@gmail.com

Το βιβλίο του Καθηγητή Χρήστου Αθαν. Τερέζη Πρόκλος. Προσεγγίσεις στην ηθική φιλοσοφία του αναδεικνύει τις θέσεις τού Πρόκλου περί της ηθικής. Συγχρόνως, αναδεικνύει το πώς ορισμένες από τις απόψεις τού εν λόγω νεοπλατωνικού σχολάρχη μπορούν να τεθούν σε παραλληλότητα με απόψεις τις οποίες συναντάμε στην νεότερη και στην σύγχρονη φιλοσοφία αναφορικά με ζητήματα περί ηθικής, περί πολιτικής και παιδαγωγικής σκέψης. Το ανθρώπινο υποκείμενο ως ιστορικότητα, ως πρόσωπο, ως συνειδητή παρουσία και ως κατεξοχήν ερευνητικός οίστρος είναι αυτό το οποίο κατά τον Πρόκλο συντελεί στην επιστημονική θεμελίωση ηθικών ζητημάτων. Αφετηρία της εν λόγω συστηματικής αναζήτησης αποτελεί η ύστερη ελληνιστική περίοδος, η οποία δίδει το νήμα στις προτάσεις τού Πρόκλου περί της ηθικής φιλοσοφίας και περί της παιδείας και ολοκληρώνεται με αυτές για τη σχέση της ρητορικής με τη δικαιοσύνη.

Όπως προκύπτει από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η ηθική φιλοσοφία κατά την ύστερη ελληνιστική περίοδο. Γενικές αρχές» (23-112), από τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. έρχεται έντονα στο προσκήνιο ο πρακτικός λόγος, καθώς οι Στωικοί και οι Επικούρειοι έχουν ήδη προβεί στην ίδρυση σχολών στις οποίες η ηθική φιλοσοφία συνδεόμενη με την ανθρωπολογία διακινείται μεταξύ υπαρξιακών και κοινωνικών ζητημάτων. Ο συγγραφέας τονίζει ότι η μέση και ύστερη ελληνιστική περίοδος χαρακτηρίζεται για τους αφαιρετικούς και εξατομικευμένα εφηρμοσμένους όρους προσέγγισης των ηθικών αρετών και εκ των αντικειμενικών συνθηκών οδηγείται στο να τις θέσει εκτός μίας γενικευμένης θεσμικής προέκτασης, καθώς οι δυνάμεις κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου, που τότε κυριαρχούσαν, απέτρεπαν μία τέτοια προοπτική. Έτσι, ήταν αναπόφευκτο η θεολογία να εμφανίζεται ως πυλώνας προστασίας της ανθρωπολογίας ως ηθικής και ως πολιτικής. Η «πνευματική έκπληξη», όπως διαβάζουμε, για την εμφάνιση της ηθικής με τέτοια ένταση οφείλεται τόσο στην ολοκλήρωση της θεωρητικής συμβολής τού Μέσου Πλατωνισμού αλλά και σε ιστορικούς λόγους, καθότι η σκεπτική περίοδος της Ακαδημίας έφερε στο προσκήνιο τους προβληματισμούς της όχι μόνον για γνωσιολογικά ζητήματα αλλά και για ηθικά. Πιο συγκεκριμένα, η ηθική τότε συνδέεται με τα εξής: 1) τον ψυχολογικό κόσμο, 2) την αυτοεπικύρωση-αυτοαιτιολόγηση, 3) το σύστημα αξιών που είναι συμπιεζόμενο από υποκειμενικά κριτήρια και 4) τις οικονομικές συνθήκες. Προσέτι, οι επιστημονικές κατακτήσεις επιδρούν στο πεδίο του πράττειν και των επικοινωνιών, εφόσον η αυτοπειθαρχία της ερευνητικής διαδρομής μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα πρακτικής συμπεριφοράς. Ο Πρόκλος τον πέμπτο αιώνα μ.Χ. αναδεικνύει τη νεωτερικότητα με τα πολιτικά κείμενά του, θεμελιώνει την έννοια του φυσικού δικαίου και προτάσσει την ηθική αρεταϊκή θεμελίωση έναντι των πολιτικών θεσμίσεων. Επιλογικά του κεφαλαίου ο συγγραφέας επισημαίνει τη διαδρομή που ακολουθεί ο νεοπλατωνικός σχολάρχης ώστε να πραγματοποιηθεί η συνάντηση του θεωρητικού με τον πρακτικό λόγο, τονίζοντας ότι τον πιο αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζει ο εννοιολογικός ρεαλισμός.

Το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Όψεις της ηθικής φιλοσοφίας στον Πρόκλο: Μεθοδολογικές συνθέσεις και ανασυνθέσεις» (113-322), αναλύει την ηθική φιλοσοφία του Πρόκλου. Έχοντας ως βάση το εδάφιο 11.1-13 από το υπόμνημα του Πρόκλου Εις τον Πλάτωνος Πρώτον Αλκιβιάδην, του οποίου κύρια αναζήτηση αποτελεί η γνώση του εαυτού κατά τη σύνδεσή της με την πολιτική σφαίρα, και τις θέσεις του νεοπλατωνικού διανοητή περί τού πρακτικού λόγου, ο συγγραφέας αποπειράται να διατυπώσει –μέσα από την κατηγοριοποίηση των εννοιών και την διάκρισή τους σε πρωτογενείς και δευτερογενείς έννοιες– το σύστημα γνώσης το οποίο εντοπίζεται στον στοχασμό τού νεοπλατωνικού σχολάρχη. Με τον συνδυασμό των σχετικών εδαφίων συμπεραίνει ότι ο Πρόκλος κατορθώνει να συνδυάσει ή και να συνθέσει τους κλάδους της φιλοσοφίας σε ένα ενιαίο σχήμα. Στο εν λόγω σύστημά του ο μαθητής του Συριανού κατορθώνει να διατηρεί κάθε κλάδος τα χαρακτηριστικά του αλλά και μέσω της διαδραστικότητας να επιτυγχάνονται καινές συνθέσεις, στοιχεία που επιβεβαιώνουν το δυναμοκρατικό ιδιόλεκτο που υιοθετεί. Αυτό το οποίο τονίζεται και στο εν λόγω κεφάλαιο είναι ότι ο Πρόκλος, πέραν από τις ανωτέρω συνθέσεις –σεβόμενος συγχρόνως την παράδοση και επιλέγοντας έναν μη γραμμικό εγκυκλοπαιδισμό που κινείται προς τον εκλεκτικισμό– προβαίνει σε μία επίκαιρη νεωτεριστική ανάγνωση και σύλληψη της γνωσιολογίας και της ηθικής-πρακτικής φιλοσοφίας. Βασιζόμενος για εισέτι μία φορά στον εννοιολογικό ρεαλισμό, δέχεται ως ρεαλιστής ότι η καθολική έννοια του ἑαυτοῦ είναι a priori αλλά αναζητεί και τις νομιναλιστικές αναγνώσεις της. Παραπέμποντας στην αριστοτελική ορολογία με τη διαλεκτική πρᾶξις-ἔργον, ο συγγραφέας επιτονίζει ότι τα ανωτέρω υφίστανται στην προοπτική του να πραγματώνει το υποκείμενο συνειδητά τις ηθικές πράξεις. Η ευδαιμονία κατά τον Πρόκλο συνιστά κατόρθωμα και το εύδαιμον άτομο δύναται να περιδιαβεί τα άδυτα της φυσιολογίας καταλήγοντας στο να ανακαλύψει μία θεία παρουσία σε ενεργό κατάσταση διαμέσου της οποίας προβαίνει σε αντίστοιχες πράξεις. Διά αυτού του τρόπου το άτομο έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει τη δημιουργικότητά του στην ιστορία. Συμπερασματικά, η ευδαιμονία αποτελεί μία εγγενή κατάσταση του υποκειμένου, η οποία επανακτάται μέσα από έναν αμείωτο αγώνα γνώσης του ἑαυτοῦ. Το εύδαιμον άτομο έχει πλήρη γνώση του εαυτού του, είναι ελεύθερο, διάγει έναν ηθικό βίο και μέσα από την κατάκτηση του συνόλου των αρετών σε ατομικό και σε πολιτικό επίπεδο μπορεί να ανακαλύψει τα περί της φύσης και περί του θείου ζητήματα.

Το τρίτο κεφάλαιο του εν λόγω πονήματος, το οποίο φέρει τον τίτλο «Οι περί παιδείας προτάσεις του νεοπλατωνικού Πρόκλου: Μεθοδολογικά προλεγόμενα» (322-410), ο συγγραφέας το εντάσσει στον κλάδο της ιστορίας της φιλοσοφίας και με αφορμή τις πραγματείες του Πρόκλου Εις τον Πλάτωνος Πρώτον Αλκιβιάδην και Εις τας Πολιτείας του Πλάτωνος αναφέρεται στις περί παιδείας προτάσεις του νεοπλατωνικού φιλοσόφου κατά τη συνάφειά τους με ζητήματα γνωσιολογικής, ηθικής, πολιτικής, αισθητικής και μεταφυσικής τάξης. Καταρχάς διατυπώνεται μία επιστημολογική πρόταση αναφορικά με τον τρόπο διά του οποίου ο εκ Λυκίας-Κωνσταντινουπόλεως ορμώμενος φιλόσοφος συγκροτεί συστηματικά ορισμένες θεματικές ενότητες οι οποίες ανήκουν στον πρακτικό λόγο. Η παιδεία συνιστά έναν επιστημονικό κλάδο και εκλαμβάνεται από τον μαθητή του Συριανού ως μία περιοχή θεωρητικών αρχών και πρακτικών εφαρμογών. Προσέτι, εφόσον απευθύνεται σε πλήθος ανθρώπων οφείλει και η ίδια να μην παραμένει στις βασικές αρχές περί αγωγής αλλά να επιτυγχάνει την συνάρθρωσή της με την ανθρωπολογία. Η παιδεία τίθεται ως στόχος τόσο του φιλοσοφικού στοχασμού όσο και του πολιτικού συστήματος, τα οποία στον Πρόκλο προσεγγίζονται ανθρωπολογικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η παιδεία –ήδη από την σωκρατική-πλατωνική παράδοση– έχει έναν ανθρωπολογικά ρεαλιστικό χαρακτήρα και εντάσσεται σε ένα πολιτικό σύστημα το οποίο δεν παραμένει στάσιμο κατά το ιστορικό γίγνεσθαι αλλά στοχεύει στην πραγμάτωση των καθολικών κανόνων του ανθρώπου χωρίς μάλιστα να αίρεται η ιστορικότητά του. Και στο εν λόγω κεφάλαιο δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας το ότι ο νεοπλατωνικός σχολάρχης έχει ενσωματώσει τη μεθοδολογία του στον συλλογισμό του.

Η έρευνα που τελείται στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου ανήκει στην αυστηρή επιστημολογία και τυχούσες προτάσεις του Πρόκλου για μεταρρυθμίσεις τού πολιτικού συστήματος εντοπίζονται μόνο μέσω των εννοιών που επιλέγει να χρησιμοποιήσει. Εξάλλου, λόγω του εγκυκλοπαιδισμού του κάθε έννοια εμφορείται από την διαδρομή της προηγηθείσας φιλοσοφικής παράδοσης και προκαλεί ανάλογη επίδοση στο μέλλον. Προσέτι, επισημαίνεται ότι ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος αναφέρεται στον κλάδο της μουσικής ως τμήματος του κλάδου της αισθητικής, ότι τον εγγράφει ως αποφασιστικό «εργαλείο» στις παιδαγωγικές στοχεύσεις και ότι επιβεβαιώνει το ολιστικό σύστημά του. Στις προεκτάσεις ο συγγραφέας επισημαίνει ότι ο μαθητής του Συριανού επιμένει στην επικοινωνιακότητα, στην αυτογνωσία, στην αυτορρύθμιση και στην αυτενέργεια του μαθητή. Επιπρόσθετα, θέτει ορισμένα ερωτήματα αναφορικά με το κατά πόσο η θεωρία του Πρόκλου μπορεί να εφαρμοσθεί στη σύγχρονη εποχή και επισημαίνει παραλληλότητες του νεοπλατωνικού σχολάρχη με τις θεωρήσεις του Herbert Marcuse. Τέλος, διερωτάται εάν ο Πρόκλος στοχεύει στην ανάδειξη μίας οντολογίας του προσώπου και μίας φιλοσοφίας του υποκειμένου επισημαίνοντας τη σύνδεση της ηθικής με το δίκαιο, κατά το σύνολο των εκδοχών του (μεταφυσικό δίκαιο, έλλογο δίκαιο και θεσμικό δίκαιο) με την απάντηση να είναι καταφατική.

Το τελευταίο κεφάλαιο του εν λόγω βιβλίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ρητορική και δικαιοσύνη στο έργο του Πρόκλου» (411-419), απορρέει από το προηγούμενο και εστιάζει στη σχέση της ρητορικής με τη δικαιοσύνη στο έργο τού Πρόκλου, με αφορμή το υπόμνημά του στον πλατωνικό διάλογο Αλκιβιάδης I, ο οποίος είχε γοητεύσει τους εκπροσώπους του Μέσου Πλατωνισμού αλλά και του Νεοπλατωνισμού. Όπως επισημαίνεται από τον συγγραφέα, ο Πρόκλος στο υπόμνημά του Εις τον Πλάτωνος Πρώτον Αλκιβιάδην εξετάζει εκτενώς την έννοια του δικαίου αλλά σε ελάχιστα σημεία τη συνεξετάζει με την ρητορική. Ωστόσο, οι αναφορές του είναι καίριες και καθόλα κρίσιμες για την κατανόηση του πώς διαμορφώνεται η κοινή γνώμη. Η σχέση δικαίου-ρητορικής εντάσσεται από τον νεοπλατωνικό σχολάρχη στον κλάδο τού πρακτικού λόγου και ορίζεται υπό το πρίσμα της σχέσης του σκοπού με το μέσο διά του οποίου αυτός πραγματοποιείται. Όπως επισημαίνεται και στα επιλεγόμενα του κεφαλαίου δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας το ότι ο πολιτικός σύμβουλος οφείλει να ερμηνεύει και να θέτει σε εφαρμογή τα προλεχθέντα.

Συμπερασματικά, θα σημειώναμε ότι όσα έχουν αναπτυχθεί στο βιβλίο του Χρ. Αθ. Τερέζη αναφορικά με την ηθική τού Πρόκλου παρουσιάζουν ιδιαίτερο φιλοσοφικό ενδιαφέρον, καθώς φωτίζουν συστηματικά τη μεθοδολογία του νεοπλατωνικού σχολάρχη στον εν λόγω τομέα. Μέσα από το περιεχόμενό της αναδεικνύεται ο τρόπος διά του οποίου ο μαθητής του Συριανού εισάγει τις βάσεις για έναν εδραίο στις θεμελιώσεις του και στις προτάσεις του διαφωτισμό, ο οποίος προτάσσει το ανθρώπινο υποκείμενο ως πρόσωπο, ως εύδαιμον άτομο και ως πολιτικό ον, το οποίο μπορεί να συνδιαλεχθεί ακόμη και με το θείον. Όσον αφορά στα ερωτήματα που έχουν τεθεί στο τέλος της μελέτης από τον ίδιο τον συγγραφέα, εκτιμούμε ότι αποτελούν το έναυσμα, το φιλοσοφικό ερέθισμα για τις επόμενες μελέτες του αναφορικά με τις θέσεις του νεοπλατωνικού φιλοσόφου και σε άλλα πεδία τής ηθικής και της πολιτικής φιλοσοφίας.

Σχολιάστε