Αμπού Μπακρ Ιμπν Τουφάυλ: Ο δρόμος του λόγου (Χαυυ Ιμπν Γιαζκαν ή Τα μυστικά της φιλοσοφίας της ανατολής). Ένα φιλοσοφικό μυθογράφημα. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Παύλος Καλλιγάς. Αθήνα: Εκδόσεις Εκκρεμές, 2018, 261 σελίδες, 16 Ευρώ.
Κρίνει ο Μανώλης Περάκης
Το φιλοσοφικό μυθογράφημα Χαυυ Ιμπν Γιαζκαν ή Τα μυστικά της φιλοσοφίας της ανατολής θα πρέπει να γράφτηκε μεταξύ του 1177 και του 1182 και είναι το μοναδικό πλήρως γνωστό έργο του Αμπού Μπακρ Ιμπν Τουφάυλ (1110-1185), ενός Άραβα ιατρού και λογίου από την Ανδαλουσία που έζησε στο Μαρρακές του Μαρόκου. Το έργο αυτό παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα συνοδευόμενο από εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια του Καθηγητή Φιλοσοφίας του Ε.Κ.Π.Α. Παύλου Καλλιγά.
Το ιδιαίτερα καλαίσθητο, προσεγμένο και κομψό αυτό βιβλίο αποτελείται από τα Περιεχόμενα (5), τον Πρόλογο (7-12), την Εισαγωγή του μεταφραστή (15-43), τη μετάφραση του κειμένου (45-203), τις σημειώσεις (205-238), τέσσερα παραρτήματα (241-249), τη Βιβλιογραφία (251-257) και το Ευρετήριο των κυρίων ονομάτων (259-261).
Το έργο αυτό είναι ένα αφήγημα πνευματικής διαμόρφωσης, ένα Bildungsroman (7), ένα υβρίδιο φιλοσοφίας και λογοτεχνίας, με επιρροές από την αραβική μεσαιωνική φιλοσοφία, ενώ κι αυτό με τη σειρά του επηρέασε το κίνημα του Διαφωτισμού. Ο επιμελητής του βιβλίου στον Πρόλογό του διευκρινίζει ότι δεν είναι ειδικός στην αραβική φιλοσοφία και δεν γνωρίζει αραβικά. Τη μετάφρασή του στην ελληνική τη βασίζει σε άλλες αντίστοιχες μεταφράσεις και πιο συγκεκριμένα στη γαλλική και στην αγγλική. Πάντως το μόνο βέβαιο είναι ότι η ελληνική μετάφραση είναι ιδιαίτερα ευχάριστη και ρέουσα. Στο σχολιασμό του ο επιμελητής περισσότερο επιδιώκει να διερευνήσει τη σχέση του έργου με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και κυρίως με τον Νεοπλατωνισμό (9-11), στον οποίο είναι άλλωστε και ειδικός, έχοντας επιμεληθεί και μεταφράσει τις έξι Εννεάδες του Πλωτίνου και τη βιογραφία του Πλωτίνου από το μαθητή του Πορφύριο. [1]
Στην εισαγωγή ο επιμελητής του βιβλίου αναφέρεται στις πηγές που επηρέασαν λογοτεχνικά και φιλοσοφικά το συγγραφέα, αλλά και στα έργα που επηρεάστηκαν στο μέλλον από αυτόν. Σε λογοτεχνικό επίπεδο, από την πρώτη από τις Διηγήσεις του Αβικένα (980-1037) ο συγγραφέας εμπνεύστηκε τον πρωταγωνιστή του έργου Χάυυ Ιμπν Γιακζάν (27), ενώ τα άλλα δύο πρόσωπα του έργου, τον Αμπσάλ και τον Σαλαμάν, από ένα άλλο έργο του Αβικένα, το Υπομνήσεις και υποδείξεις (31). Ο Τουφάυλ εμπνεύστηκε την ιστορία του και από την παράδοση της δημώδους μυθογραφίας για το Μεγάλο Αλέξανδρο που φτάνει ως την Ελληνιστική περίοδο (29). Σε φιλοσοφικό επίπεδο, επιρροές του είναι και πάλι ο Αβικένας, ο Αριστοτέλης, ο Πλωτίνος και ο Γαληνός (36-38). Το έργο είχε ιδιαίτερη απήχηση στην Ευρώπη κατά την Αναγέννηση μέσω των μεταφράσεών του στα εβραϊκά, στα λατινικά, στα αγγλικά, στα ολλανδικά και στα γερμανικά (39-41). Επιδράσεις του βλέπουμε στο πασίγνωστο μυθιστόρημα του Ντάνιελ Ντεφόε, Ροβινσών Κρούσος, στον Αιμίλιο του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ και στο Βιβλίο της ζούγκλας του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (41-43).
Ο Τουφάυλ στο έργο του επιδιώκει να δείξει ότι ο άνθρωπος στην πορεία της ζωής του δύναται να φτάσει, ακόμη και αυτοδίδακτος, στην μέθεξη στο θείο μέσω της μυστικιστικής ενόρασης και όχι μέσω της θεωρητικής σκέψης ή συλλογιστικών επαγωγών, με αναφορές σε φιλοσόφους όπως τον Αριστοτέλη, τον Αβικένα, τον Γκαζαλί, τον Ιμπν Μπάτζα, τον Φαράμπι. Έτσι χρησιμοποιεί το μύθο του Χάυυ Ιμπν Γιακζάν, ενός παιδιού που αφέθηκε έκθετο σε ένα απομονωμένο νησί (εδώ έγκειται η ομοιότητα με το Ροβινσώνα Κρούσο) κάπου στον Ινδικό Ωκεανό, χωρίς την παρουσία άλλων ανθρώπων και το μεγάλωσε με το γάλα της μια ελαφίνα που την έβλεπε ως μητέρα του.
Σε μεγάλο μέρος του ο μύθος δεν είναι αμιγώς φιλοσοφικός, καθώς μας παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο μεγαλώνει ο ήρωας του έργου. Στην πορεία του έργου βλέπουμε πως σιγά-σιγά ο μικρός ακολουθεί τα διάφορα φυσιολογικά στάδια ανάπτυξης ενός ανθρώπου, έτσι όπως όλοι μας τα ξέρουμε, μαθαίνει να περπατά και ελλείψει άλλων ανθρώπων διδάσκεται από τα άλλα ζώα όλες τις πτυχές της ζωής τους. Μαθαίνει να επικοινωνεί με τα ζώα μέσω των κραυγών τους, να αυτοπροστατεύεται μέσω του ενστίκτου και να φτιάχνει μόνος του ρούχα από δέρματα ζώων. Όταν πεθαίνει η ελαφίνα που τον μεγάλωσε νιώθει βαθιά θλίψη και παρακινημένος από την έμφυτη ανάγκη του για γνώση προβαίνει σε ανατομία του σώματός της επιδιώκοντας να μάθει τις αιτίες του θανάτου της. Μαθαίνει να εκμεταλλεύεται όσα του προσφέρει η φωτιά, δηλαδή τη ζέστη και το ψήσιμο του φαγητού του και ως ένας φυσιοδίφης ερευνά το φυσικό περιβάλλον του νησιού, τη χλωρίδα, την πανίδα, αλλά και τους γενικότερους φυσικούς νόμους.
Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται στα μάτια μας η ανάπτυξη του ήρωα δεν συμφωνεί με τα δεδομένα της σύγχρονης επιστήμης, αλλά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αντανακλά την απλοϊκή και αφελή αντίληψη του αρχαίου και του μεσαιωνικού ανθρώπου επί του θέματος. Την εποχή εκείνη δεν είχε συνειδητοποιηθεί η κοινωνική διάσταση, ούτε ο ρόλος της γλώσσας στη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας και της επιστήμης. Έτσι πίστευαν ότι η απλή παρατήρηση της φύσης χωρίς άλλες προϋποθέσεις είναι ικανή συνθήκη για την απόκτηση της επιστημονικής γνώσης σε ατομικό επίπεδο.
Εν συνεχεία η στροφή της έρευνας του ήρωα προς τον ουρανό και τα άστρα σηματοδοτεί και τη γέννηση του γενικότερου φιλοσοφικού και μεταφυσικού προβληματισμού του, εφόσον αναρωτιόταν κατά πόσο αυτός ο κόσμος ήταν κάτι που δημιουργήθηκε κάποια στιγμή ή ήταν κάτι που ανέκαθεν υπήρχε (127 κ.ε.). Ο προβληματισμός του αυτός διήρκεσε για πολλά χρόνια, καθώς δεν μπορούσε να απαντήσει στο συνακόλουθο ερώτημα πως προέκυψε ο δημιουργός του κόσμου με τη σειρά του. Αν υποθέταμε ότι ο δημιουργός είναι σωματικός, τότε θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι προηγουμένως υπήρχε και κάποιος άλλος σωματικός δημιουργός και ακόμα πιο πριν και κάποιος άλλος, γεγονός που αναπόφευκτα θα μας οδηγούσε σε φαύλο κύκλο. Μόνος τρόπος να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος στα μάτια του ήρωά μας θα ήταν ο δημιουργός να μην είναι σωματικός και αντιληπτός από το νου μας. Μόνο που ένας τέτοιος τρόπος επίλυσης του προβλήματος μπορεί να μην είναι και τόσο εύλογος στα δικά μας μάτια, εφόσον προκύπτει το ερώτημα γιατί να λύνεται το πρόβλημα του φαύλου κύκλου της δημιουργίας απλώς και μόνο λόγω της υπόθεσης του ασώματου χαρακτήρα του δημιουργού. Γιατί προϋποθέτουμε δημιουργό μόνο για τα σωματικά και όχι για τα ασώματα όντα; Ο ήρωας δυσκολεύεται να δεχθεί το ενδεχόμενο ο σωματικός κόσμος να υπάρχει και να κινείται ανέκαθεν, καθώς είναι εγκλωβισμένος στο ανθρωπομορφικό πλαίσιο της σκέψης του ότι κάτι το μη σωματικό θα πρέπει να έχει προκαλέσει την αρχή κάθε μορφής κίνησης που παρατηρούμε στο σωματικό κόσμο μας. Έτσι ο ήρωας του έργου καταλήγει με βεβαιότητα και ως κάτι το αυτονόητο στο σύμφωνο με το γενικότερο φιλοσοφικό και θεολογικό πνεύμα της εποχής του (και όχι μόνο) συμπέρασμα της αναγκαιότητας της ύπαρξης ενός τέλειου, μη σωματικού, μη αντιληπτού από τις αισθήσεις και άφθαρτου δημιουργού ή αιτίου και της προτεραιότητας της μορφής έναντι της ύλης.
Έτσι εν συνεχεία ο ήρωάς μας έστρεψε το πνεύμα του με πάθος αποκλειστικά προς την κατεύθυνση του δημιουργού πέρα από τα σωματικά δημιουργήματα, αλλά και προς τα μεγάλα μεταφυσικά και υπαρξιακά ζητήματα. Όσον αφορά την εν ζωή σχέση του ανθρώπου με τον δημιουργό κατέληξε στο ότι υπάρχουν τρία ενδεχόμενα: να μην έχει καμιά επαφή με αυτόν, να έχει μια πρόσκαιρη επαφή με αυτόν και τέλος να έχει αφοσιωθεί αποκλειστικά σε αυτόν, οπότε και ο θάνατος θα τον φέρει σε ακόμα στενότερη επαφή με αυτόν. Αυτή και ήταν η επιλογή του ήρωα. Στην έρευνά του για τη σχέση των δημιουργημάτων με τον δημιουργό διαπίστωσε ότι υπάρχει μια ιεραρχία που ξεκινά από την ανόργανη ύλη στη βάση και συνεχίζεται με τα φυτά και τα ζώα, καταλήγοντας στον άνθρωπο, το μόνο ον που μπορεί να προσεγγίσει τον δημιουργό. Ουσία του ανθρώπου είναι η ίδια η γνώση της ουσίας του, ενώ όσον αφορά την σωματική του διάσταση θα πρέπει να τρέφεται μόνο με όση τροφή του είναι αναγκαία για την επιβίωσή του. Η μυστικιστική του επαφή με τον δημιουργό του έδινε ευτυχία και ευχόταν να απαλλαγεί από κάθε σωματικότητα για να αφοσιωθεί απόλυτα σε αυτόν.
Όταν ο Χάυυ Ιμπν Γιακζάν ήταν 50 ετών ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με άλλο άνθρωπο, με τον Άμπσαλ, που ήρθε στο απομονωμένο νησί για περισυλλογή. Η αρχική επικοινωνία τους ήταν εξαιρετικά δύσκολη δεδομένου ότι δεν είχαν κοινό κώδικα επικοινωνίας. Τελικά οι δύο άνδρες κατάφεραν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και να μεταφέρουν τις μεταφυσικές πεποιθήσεις τους ο ένας στον άλλο. Η επίτευξη της όλης επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο άνδρες, όπως και γενικότερα ο όλος τρόπος που φθάνει ο Χάυυ Ιμπν Γιακζάν μόνος του σε ένα τέτοιο επίπεδο πνευματικότητας είναι κάθε άλλο παρά ρεαλιστικός στα μάτια του σύγχρονου αναγνώστη που γνωρίζει την κοινωνική και γλωσσική διάσταση της γνώσης. Πέρα από τη σχετική αφέλεια επί του θέματος είναι προφανές ότι ο συγγραφέας με τη σύμπτωση των μεταφυσικών αντιλήψεων του ανθρώπου της φύσης και του πολιτισμένου ανθρώπου επιδιώκει να δείξει το δεδομένο και τη φυσική προέλευση των θεολογικών του αντιλήψεων, αλλά και ταυτόχρονα να θίξει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας της εποχής του (τα οποία ισχύουν και σήμερα) που έχουν σχέση με τη συσσώρευση του πλούτου και τις υλικές απολαύσεις. Έτσι γεννήθηκε στον Χάυυ Ιμπν Γιακζάν η αφελής επιθυμία να διδάξει τη δική του αλήθεια στους άλλους ανθρώπους και οι δύο άνδρες αποφάσισαν να επιστρέψουν στον πολιτισμένο κόσμο. Η προσπάθεια του ήρωά μας αποδείχθηκε αποτυχημένη και απογοητευτική, εφόσον συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν διόλου εφικτό να αλλάξει η γενικότερη νοοτροπία της κοινωνίας. Έτσι οι δύο φίλοι αποφάσισαν να επιστρέψουν πίσω στο απομονωμένο νησί αναζητώντας την έκσταση στην επαφή με το Θεό ως το θάνατό τους.
Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν τέσσερα παραρτήματα με κείμενα που σχετίζονται με τη γενικότερη φιλοσοφία του Τουφάυλ, όπως προκύπτει αυτή από το έργο του. Στο παράρτημα Α (241-242) παρατίθεται μια ιδιαίτερα θερμή μαρτυρία του λίγο μεταγενέστερου Ανδαλουσιανού φιλοσόφου Αβερρόη (1126-1198) για τον Τουφάυλ, ενώ στο παράρτημα Β (243-244) παρατίθεται η άποψη του προγενέστερού του Πέρση φιλοσόφου Αβικένα που τον επηρέασε σχετικά με τη νοητική ενόραση. Στο παράρτημα Γ (245-246) ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Ερνέστ Ρενάν (1823-1892) αναφέρεται στις εξελίξεις στην αραβική φιλοσοφία πριν τον Τουφάυλ με επίκεντρο τη διαμάχη ανάμεσα στον Πέρση φιλόσοφο Γκαζαλί (1058-1111) και τον Ανδαλουσιανό φιλόσοφο Ιμπν Μπάτζα (1085-1138) περί του λόγου. Στο παράρτημα Δ (247-249) τίθεται ένα ερώτημα που απασχόλησε αρκετούς φιλοσόφους (μεταξύ των οποίων και τον Τουφάυλ): ένας εκ γενετής τυφλός που έχει μάθει να διακρίνει έναν κύβο από μια σφαίρα μέσω της αφής, στην υποθετική περίπτωση που αποκτήσει την όραση θα είναι σε θέση να διακρίνει αυτά τα δύο σώματα μέσω της όρασης και μόνο;
Εν κατακλείδι θα έλεγα ότι συμφωνώ με την κρίση του επιμελητή για το έργο ότι «[η] φιλοσοφία την οποία παρουσιάζει διαθέτει ελάχιστα ψήγματα πρωτοτυπίας, ενώ ως βασικός θεματικός άξονάς του εμφανίζεται η υποστήριξη μιας άποψης όσον αφορά τη συνέχεια ανάμεσα στη λογικότητα και το υπερλογικό, μεταξύ της καθημερινής εμπειρίας και του υπερβατικού βιώματος της ένωσης με το θείο, που στο σύγχρονο αναγνώστη μοιάζει εξ υπαρχής αδόκιμη, αν όχι εντελώς υπερφίαλη» (7). Θα προσέθετα επίσης ότι διάχυτη είναι η αφέλεια στη ματιά του συγγραφέα σε φιλοσοφικές υποθέσεις που θεωρεί δεδομένες και αυτονόητες σε μεταφυσικό επίπεδο, όπως τις σχετικές με τη δημιουργία του σωματικού κόσμου από έναν ασώματο Θεό, αλλά και σε γνωσιολογικό επίπεδο, όπως την αντίληψή του ως προς τον τρόπο της κατάκτησης της γλώσσας και της γνώσης. Όμως το έργο αυτό δεν χάνει ακόμη και σήμερα τη γοητεία του, καθώς μας δίνει μια ρομαντική θέαση του κόσμου ριζικά διαφορετική από τη δική μας. Εξαιρετικά μεταφρασμένο και σχολιασμένο, βατό και ευχάριστο ακόμα και για τον μέσο αναγνώστη, το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα πολύτιμο νέο απόκτημα για την ελληνική φιλοσοφική και λογοτεχνική βιβλιογραφία και συστήνεται ανεπιφύλακτα.
Σημειώσεις
[1] Πορφυρίου Περί του Πλωτίνου βίου και της τάξεως των βιβλίων αυτού. Εισαγωγή, αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σχόλια: Παύλος Καλλιγάς. Αθήναι: Κέντρον Εκδόσεως Έργων Ελλήνων Συγγραφέων της Ακαδημίας Αθηνών (Βιβλιοθήκη Α. Μανούση), 1991, 1998. Πλωτίνου Εννεάς Πρώτη. Εισαγωγή, αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σχόλια: Παύλος Καλλιγάς. Αθήναι: Κέντρον Εκδόσεως Έργων Ελλήνων Συγγραφέων της Ακαδημίας Αθηνών (Βιβλιοθήκη Α. Μανούση), 1994, 2006, 2018. Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο εκδόθηκαν, πάντα με εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια του Παύλου Καλλιγά: Πλωτίνου Εννεάς Δευτέρα, 1996, 2010, Πλωτίνου Εννεάς Τρίτη, 2004, 2010, Πλωτίνου Εννεάς Τετάρτη, 2009, Πλωτίνου Εννεάς Πέμπτη, 2013, Πλωτίνου Εννεάς Έκτη, 2018 (σε δύο ημίτομους). Paul Kalligas: The Enneads of Plotinus: A Commentary, Volume 1, Enneads I-III. Translated by E. Key Fowden and N. Pilavachi. Princeton: Princeton University Press, 2014.