2021_4

no title has been provided for this book
Ημερομηνία Δημιουργίας Βιβλιοκρισίας:
Dominique Lecourt: Η Φιλοσοφία των Επιστημών. Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2020.

Dominique Lecourt: Η Φιλοσοφία των Επιστημών [La Philosophie des Sciences. Paris: Presses Universitaires de France, 2001, πιο πρόσφατη επανέκδοση 2018]. Μετάφραση, πρόλογος και επιστημονική επιμέλεια: Δημήτρης Αθανασάκης. Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2020, 168 σελίδες, 15 ευρώ. 

Κρίνει ο Θοδωρής Δημητράκος           

thdimitrakos@phs.uoa.gr, thdimitrakos@upatras.gr

Ο Ντομινίκ Λεκούρ (Dominique Lecourt) είναι ένας από τους πλέον διακεκριμένους εκπροσώπους της γαλλικής σχολής επιστημολογίας και συγκεκριμένα του ρεύματος που συνδέει άρρηκτα την φιλοσοφία με την ιστορία της επιστήμης, έχοντας ως προπατορικές φιγούρες τον Μπασελάρ (Gaston Bachelard) και τον Κανγκιλέμ (Georges Canguilhem). Ο τελευταίος, μάλιστα, επέβλεψε την διπλωματική του Λεκούρ με θέμα την ιστορική επιστημολογία του πρώτου. [1] Το υπό κρίση βιβλίο εκδόθηκε στα γαλλικά αρχικά το 2001 στη γνωστή σειρά «Que sais je?», με μερικές επανεκδόσεις από τότε. Πρόκειται για μια απόπειρα να παρουσιαστούν εισαγωγικά, με μια ιστορική μορφή, τα βασικά φιλοσοφικά προβλήματα αναφορικά με την επιστήμη, αλλά και οι βασικές απαντήσεις σε αυτά. Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα βιβλίο που φιλοδοξεί να αποτελέσει μια ευσύνοπτη και περιεκτική εισαγωγή στην φιλοσοφία της επιστήμης.

Το βιβλίο έχει 22 σύντομα κεφάλαια και ακολουθεί την ιστορική πορεία της εξέλιξης των φιλοσοφικών ιδεών για την επιστήμη, η οποία διακόπτεται σε λίγα σημεία προκειμένου να αναλυθούν κάποια προβλήματα με πιο συστηματικό τρόπο. Η κεντρική ιδέα που δομεί το όλο εγχείρημα αποτυπώνεται στο πρώτο κεφάλαιο: «Τα μεγάλα φιλοσοφικά έργα αποπειρώνται να αναδείξουν τις επιπτώσεις του επιστημονικού διαβήματος πάνω στο σύνολο των άλλων μορφών της ανθρώπινης σκέψης και ζωής. Υπό την έννοια αυτή, μπορούμε να πούμε ότι κάθε φιλοσοφία άξια του ονόματός της παρουσιάστηκε πάντα ως ‹φιλοσοφία των επιστημών›» (27). Η σκέψη αυτή είναι χαρακτηριστική του ρεύματος της γαλλικής σχολής επιστημολογίας, του οποίου εκπρόσωπος είναι ο συγγραφέας. Ιδιαίτερα, απηχεί την άποψη του Μπασελάρ για τον τρόπο με τον οποίο η εξέλιξη της επιστήμης εγκαλεί, κατά τον Μπασελάρ, την φιλοσοφία και την αναγκάζει να τροποποιήσει τα πορίσματά της. [2] Ωστόσο, θα μπορούσε να επισημανθεί πως η προσέγγιση αυτή περίπου ταυτίζει την φιλοσοφία με την γνωσιολογία παραγνωρίζοντας άλλους κλάδους, όπως η ηθική ή η πολιτική φιλοσοφία, οι οποίοι αφενός πολύ πιο έμμεσα επηρεάζονται από την επιστήμη και αφετέρου πολύ πιο άμεσα επηρεάζονται από άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής.

Το πρώτο κεφάλαιο χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο γίνεται μια αναφορά στην αρχαία και την μεσαιωνική επιστήμη, ενώ στο δεύτερο παρουσιάζεται πολύ συνοπτικά η νεότερη επιστήμη, δηλαδή η επιστήμη που προέκυψε από την Επιστημονική Επανάσταση του 16ου και 17ου αιώνα, παράλληλα με τις φιλοσοφικές επεξεργασίες των ρασιοναλιστών και των εμπειριστών που ακολούθησαν την ανάδυση της νέας επιστήμης. Το δεύτερο κεφάλαιο μας μεταφέρει στον 19ο αιώνα και στις απαρχές του όρου «φιλοσοφία της επιστήμης». [3] Μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κεφαλαίου μπορεί κανείς να παρατηρήσει την αδικαιολόγητη απουσία της πραγμάτευσης της καντιανής μεταφυσικής και γνωσιολογίας, η οποία διαδραμάτισε  σημαντικό ρόλο στην φιλοσοφική θεμελίωση της επιστήμης στα τέλη του 18ου και καθ’ όλο τον 19ο αιώνα. Επιπλέον, η καντιανή θεώρηση διαδραμάτισε και αρνητικά, δηλαδή ως θεώρηση προς απόρριψη – όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο συγγραφέας (57) –, σημαντικό ρόλο στην συγκρότηση του κλάδου της φιλοσοφίας της επιστήμης στις αρχές του 20ου αιώνα. [4]

Το τρίτο κεφάλαιο ασχολείται με τον όρο «επιστημολογία» και ενδεχομένως να προξενεί κάποια σύγχυση σε κάποιον ή κάποια που δεν είναι εξοικειωμένος/η με την γαλλική παράδοση. Ο Λεκούρ θεωρεί την επιστημολογία ως διακριτή από την φιλοσοφία των επιστημών και εντοπίζει την διαφορά τους στο ότι η πρώτη αφορά την «αυστηρή ανάλυση των επιστημονικών λόγων» (34) ενώ η δεύτερη (και) το νόημά τους. Μάλιστα, καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι επιστημολόγοι καταλήγουν να κατανοούν την πρακτική τους ως αποκομμένη από την φιλοσοφία. Η αλήθεια είναι πως ο όρος «επιστημολογία» στα γαλλικά (épistémologie) αναφέρεται στον συστηματικό αναστοχασμό περί των επιστημονικών εννοιών και πρακτικών. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες αναπτύσσεται στο εσωτερικό των επιστημονικών κλάδων και ανεξάρτητα από το ακαδημαϊκό φιλοσοφείν. Στα αγγλικά, αντίθετα, ο όρος (epistemology) δεν αφορά ιδιαίτερα τον φιλοσοφικό λόγο περί επιστημονικής γνώσης συγκεκριμένα, αλλά τη γνωσιοθεωρία ευρύτερα. Στην ελληνική βιβλιογραφία, ειδικά παλαιότερα, ο όρος «επιστημολογία» χρησιμοποιόταν περισσότερο είτε ως συνώνυμος με τον όρο «φιλοσοφία της επιστήμης» είτε εναλλακτικά με την γαλλική έννοια. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, με την προϊούσα επιρροή της αναλυτικής παράδοσης στον χώρο των φιλοσοφικών σπουδών για την επιστήμη, ο κυρίαρχος στην ελληνική φιλοσοφική γραμματεία όρος είναι «φιλοσοφία της επιστήμης».

Το τέταρτο και το πέμπτο κεφάλαιο αφιερώνονται επίσης στον 19ο αιώνα και συγκεκριμένα στον Κοντ (Auguste Comte) και τον Μαχ (Ernst Mach) αντίστοιχα. Η επιλογή είναι εύστοχη δεδομένου ότι αποτυπώνει την άνοδο του θετικισμού κατά το δεύτερο μισό του εν λόγω αιώνα, ενώ προετοιμάζει την πραγμάτευση του λογικού θετικισμού ή εμπειρισμού στις αρχές του επόμενου αιώνα. Αυτό γίνεται στο έκτο κεφάλαιο με έναν αρκετά περιεκτικό αν και πολύ συνοπτικό τρόπο. Το έβδομο κεφάλαιο αφιερώνεται στην επιρροή του Βίττγκενσταϊν (Ludwig Wittgenstein) στον «Κύκλο της Βιέννης» και κατ’ επέκταση στον λογικό θετικισμό ή εμπειρισμό. Περιλαμβάνει, επίσης, μια αναφορά στις παρανοήσεις των μελών του Κύκλου αναφορικά με την φιλοσοφία του Βίττγκενσταϊν, αλλά και την στροφή που έλαβε η τελευταία στην ύστερη φάση της. Το όγδοο κεφάλαιο περιγράφει την «μετανάστευση» του επίκεντρου παραγωγής φιλοσοφικού λόγου περί επιστήμης από την κεντρική Ευρώπη στην Αμερική, μέσω κυρίως των Κάρναπ (Rudolf Carnap), Ράιχενμπαχ (Hans Reichenbach), Χέμπελ (Carl Gustav Hempel), Φάιγκλ (Herbert Feigl), αλλά και του γηγενούς, με θητεία στην Βιέννη, Κουάϊν (Willard Van Orman Quine). Σε αυτό το κεφάλαιο περιγράφεται επίσης η σύνδεση του λογικού θετικισμού ή εμπειρισμού με τον αμερικανικό πραγματισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Λεκούρ εντοπίζει την «απο-ιστορικοποίηση» της φιλοσοφίας της επιστήμης. Η τελευταία γίνεται ένα σύνολο προβλημάτων προς επίλυση και αποκόπτεται τόσο από την ιστορία της φιλοσοφίας όσο και από την ιστορία της επιστήμης.

Τα επόμενα δύο κεφάλαια διαρρηγνύουν την ιστορική ροή της αφήγησης και επικεντρώνονται στο πρόβλημα της επαγωγής. Το ένατο κεφάλαιο περιλαμβάνει τρία μέρη: το πρώτο αφιερώνεται στον Χιουμ (David Hume), το δεύτερο στον Ράσελ (Bertrand Russell) και το τρίτο στον Χέμπελ και το «παράδοξο των κορακιών». Στο πρώτο μέρος θίγεται κυρίως η κριτική της αιτιότητας του Χιουμ, δηλαδή η φιλοσοφική κριτική στην έννοια της αναγκαίας σύνδεσης αιτίας και αποτελέσματος. Στο δεύτερο μέρος εμφανίζονται οι απόψεις του Ράσελ ως σύγχρονη διατύπωση του προβλήματος της επαγωγής. Το πρόβλημα με το τμήμα αυτό του βιβλίου είναι ότι ο αναγνώστης ή η αναγνώστρια μπορεί να μείνει με την λανθασμένη εντύπωση πως ο Χιουμ διατύπωσε μόνο την κριτική της αιτιότητας και ο Ράσελ ήρθε να επαναδιατυπώσει το πρόβλημα της αιτιότητας ως το πρόβλημα της επαγωγής. Θα έπρεπε να είναι σαφές πως ο ίδιος ο Χιουμ είχε διατυπώσει τόσο μια κριτική στην αιτιότητα, δηλαδή στην έννοια της αναγκαίας σύνδεσης αιτίας και αποτελέσματος, όπως ορθά αναφέρεται, όσο και μια συνδεόμενη κριτική στην επαγωγή. Η τελευταία δείχνει πως η απόπειρα θεμελίωσης της επαγωγής είναι αναγκαστικά κυκλική. [5] Επίσης, με την εστίαση στη διατύπωση του προβλήματος από τον Ράσελ, το βιβλίο υποτιμά την εκτεταμένη και πολύ γόνιμη συζήτηση για την επαγωγή που αναπτύχθηκε τον 19ο αιώνα και στην οποία ενεπλάκησαν ενδεικτικά οι Χιούελ (W. Whewell), Μιλ (J. S. Mill), Τζέβονς (W. S. Jevons) και Περς (C. S. Peirce). Το δέκατο κεφάλαιο αφιερώνεται στον «νέο γρίφο της επαγωγής», όπως εισήχθη από τον Γκούντμαν (Nelson Goodman) και αφορούσε το ερώτημα του ορισμού των κατηγορημάτων που μπορούν να προβληθούν στο μέλλον και κατ’ επέκταση είναι υποψήφια να αποτελέσουν τμήμα ενός έγκυρου επαγωγικού συλλογισμού. Ο Λεκούρ ορθά διαγιγνώσκει πως ο Γκούντμαν αποδίδει έναν σημαντικό ρόλο στο πολιτισμικό πλαίσιο προκειμένου να απαντήσει στον γρίφο που ο ίδιος θέτει.   

Τα κεφάλαια έντεκα και δώδεκα ασχολούνται με τις φυσιοκρατικές ή νατουραλιστικές τάσεις στην φιλοσοφία της επιστήμης, οι οποίες αναπτύχθηκαν κυρίως την δεκαετία του 1960. Το πρώτο από τα δύο κεφάλαια, αναφέρεται στο πολύ επιδραστικό έργο του Κουάϊν και την κριτική του στα δύο βασικά δόγματα του εμπειρισμού (διάκριση αναλυτικών/συνθετικών προτάσεων και αναγωγισμός). Ο συγγραφέας ορθά εντοπίζει πως ο Κουάϊν επιχειρεί να φυσιοποιήσει [6] την φιλοσοφία της επιστήμης, ωστόσο η σύνδεση ανάμεσα στην κριτική των δύο δογμάτων του εμπειρισμού και την φυσιοκρατική στροφή δεν είναι πολύ ξεκάθαρη στο κείμενο. Σύμφωνα με τον Κουάιν, αν εγκαταλείψουμε τη διάκριση μεταξύ αναλυτικών και συνθετικών προτάσεων, αλλά και την ιδέα ότι κάθε (μεμονωμένη) πρόταση με νόημα αντιστοιχεί σε μια λογική κατασκευή όρων που αναφέρονται στην άμεση εμπειρία, τότε οδηγούμαστε αναγκαστικά στον ριζικό («δίχως δόγματα») εμπειρισμό, ο οποίος φιλοτεχνεί ένα ολιστικό σχήμα για την γνώση. Τούτο σημαίνει ότι δεδομένης μιας διάψευσης, δεν υπάρχει λογικά δεσμευτικός τρόπος για να αποφασίσουμε ποιο τμήμα της υπό εξέταση θεωρίας είναι υπεύθυνο για την διάψευση και άρα πρέπει να αναθεωρηθεί η θεωρία. [7] Από αυτό το ολιστικό σχήμα, στην συνέχεια, [8] ο Κουάιν οδηγείται στην ιδέα ότι η γνώση είναι ένα φυσικό φαινόμενο, το οποίο έχει ως επίκεντρο την σχέση των διαδικασιών της αισθητηριακής αντίληψης με τις πεποιθήσεις των γνωριζόντων υποκειμένων. Για την κατανόηση του εν λόγω φαινομένου είναι αναγκαία η εμπειρική έρευνα και συγκεκριμένα η γνωστική ψυχολογία. Το κεφάλαιο δώδεκα κάνει μια σύντομη αναφορά στην ανάδυση της γνωσιακής επιστήμης και στην χρήση της προκειμένου να μελετηθεί η επιστημονική γνώση – θεωρεί ωστόσο, ανακριβώς, τον εμπειρισμό του βαν Φράασεν (Bas van Fraassen) ως «νέα εκδοχή του λογικού θετικισμού» (93).

Ακολούθως, η αφήγηση του Λεκούρ επιστρέφει στον Πόππερ (Karl Popper) και την διαψευσιοκρατική αντίληψη για την επιστήμη. Έπονται δύο κεφάλαια για τους δύο πιο σημαντικούς μαθητές του Πόππερ στο LSE, τον Λάκατος (Imre Lakatos) και τον Φεγιεράμπεντ (Paul Feyerabend). Αμφότεροι εντασσόμενοι στο ρεύμα της «ιστορικιστικής στροφής», της τάσης εκείνης που θεωρούσε ότι η φιλοσοφία της επιστήμης πρέπει να είναι ιστορικά ενημερωμένη, ακολουθούν ριζικά αντίθετες πορείες: Ο πρώτος επιχειρεί να παρουσιάσει την επιστήμη ως μια ιστορική διαδικασία, η οποία, όμως, υπακούει σε ορθολογικά κριτήρια, ενώ ο δεύτερος αποτέλεσε τον διασημότερο, ίσως, εκπρόσωπο της άποψης ότι δεν υπάρχουν καθολικές μεθοδολογικές αρχές στην επιστήμη. Το δέκατο έκτο κεφάλαιο, αναζητεί τις ρίζες της αντιθετικιστικής ιστορικιστικής στροφής στο έργο του Χάνσον (Norwood Russell Hanson) και στην υποστήριξη του θεωρητικού εμποτισμού της παρατήρησης, αλλά και στο έργο του Τούλμιν (Stephen Edelston Toulmin) με τις επιρροές από την ύστερη βιττγκενσταϊνική φιλοσοφία, καθώς και στην ωρίμανση του κλάδου της ιστορίας της επιστήμης. Το δέκατο όγδοο κεφάλαιο στέκεται στην θεώρηση του Κουν (Thomas Kuhn) και την συνδέει άμεσα με την ανάδυση του ρεύματος στην κοινωνιολογία της επιστήμης, το οποίο οδηγείται στην κοινωνική κατασκευασιοκρατία.

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να τονιστεί ότι η παρουσίαση της σκοπιάς του Κουν είναι αρκετά μονοσήμαντη και εν τέλει απλουστευτική. Ενώ είναι γεγονός πως οι εκπρόσωποι της σχολής του Εδιμβούργου, ως αυτοσυνείδητοι εκφραστές της κοινωνικής κατασκευασιοκρατίας στις σπουδές επιστήμης, αναγνωρίζουν το έργο του Κουν και ιδιαίτερα τη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων ως προδρομικό και θεμελιακό για την ερευνητική τους παράδοση, ο ίδιος ο Κουν πήρε σαφείς αποστάσεις από την κοινωνική κατασκευασιοκρατία και τον κοινωνιοπολιτισμικό σχετικισμό που η τελευταία συνεπάγεται. [9] Σε όλο το ύστερο έργο του επιχείρησε να απαντήσει στις κατηγορίες περί σχετικισμού τονίζοντας πως η αντίληψή του για την εξέλιξη της επιστήμης δεν απορρίπτει την έννοια της επιστημονικής ορθολογικότητας, αλλά δίνει στην έννοια ένα νέο μη παραδοσιακό περιεχόμενο. Επιπλέον, προβληματική, σε αυτό το σημείο του βιβλίου είναι η παντελής απουσία της παρουσίασης της έννοιας της ασυμμετρίας. Η έννοια που εισηγήθηκαν ταυτόχρονα (1962) ο Φεγιεράμπεντ και ο Κουν, είναι κομβική για την κατανόηση της ιστορικιστικής πρόσληψης της επιστήμης ως διαδοχής ασύμβατων εννοιολογικών συστημάτων, με διαφορετικά κριτήρια επιστημονικότητας και διαφορετική συγκρότηση της επιστημονικής εμπειρίας. Συνακόλουθα, είναι κομβική για την κατανόηση των φιλοσοφικών προβλημάτων που αναπτύσσονται εντός αυτής της πρόσληψης: της υπεράσπισης της επιστημονικής ορθολογικότητας έναντι του κοινωνιοπολιτισμικού σχετικισμού ή του προβλήματος του ρεαλισμού. Η απουσία της πραγμάτευσης της έννοιας της ασυμμετρίας πιθανόν δεν είναι τυχαία. Απηχεί την παράδοση, από την οποία προέρχεται ο Λεκούρ, σύμφωνα με την οποία επίσης η εξέλιξη της επιστήμης γίνεται μέσω της διαδοχής διαφορετικών εννοιολογικών συστημάτων που συγκροτούν διαφορετικά την εμπειρία. Ωστόσο, η ασυμμετρία ως πρόβλημα δεν ανέκυψε ποτέ. Χαρακτηριστική της εν λόγω παράδοσης μπορεί ακόμη να είναι η μονοσήμαντα κοινωνιολογίζουσα πρόσληψη του κουνιανιού έργου, η οποία ωστόσο είναι, όπως είπαμε, φιλοσοφικά απλουστευτική.

Τα τρία επόμενα κεφάλαια ασχολούνται με την γαλλόφωνη φιλοσοφική βιβλιογραφία για την επιστήμη. Το δέκατο όγδοο κεφάλαιο αποτελεί μια ευσύνοπτη, καλά αρθρωμένη παρουσίαση της γαλλικής παράδοσης της ιστορικής επιστημολογίας, με επίκεντρο τις απόψεις του Μπασελάρ. Στο δέκατο ένατο κεφάλαιο, έκπληξη αποτελεί η αναφορά στο έργο του Πιαζέ (Jean Piaget). Παρόλο που τα μελήματα του Πιαζέ στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του ήταν όντως επιστημολογικά, επιχειρώντας μέσω της υπόθεσης ότι η οντογένεση συγκεφαλαιώνει την φυλογένεση να εξάγει γνωσιολογικά συμπεράσματα από την μελέτη της γνωστικής ανάπτυξης των παιδιών, ωστόσο το έργο του αποτέλεσε οργανικό τμήμα της αναπτυξιακής ψυχολογίας. Η επίδραση που είχε στην φιλοσοφία της επιστήμης, ήταν τελικά άνευ σημασίας. Το εικοστό κεφάλαιο αφιερώνεται στην φιλοσοφία της βιολογίας ή στην βιολογική φιλοσοφία και την ιδιαιτερότητα της προσέγγισης του Κανγκιλέμ, αναδεικνύοντας με ουσιαστικό τρόπο τα βασικά σημεία της πρωτοτυπίας της.

Τα δύο τελευταία κεφάλαια έχουν μια πιο «ελεύθερη» μορφή, καθώς δεν ασχολούνται με κάποιο συγκεκριμένο τμήμα της ιστορίας της φιλοσοφίας της επιστήμης. Το εικοστό πρώτο κεφάλαιο διαγιγνώσκει τη δυνατότητα σύγκλισης μεταξύ των δύο παραδόσεων στην φιλοσοφία της επιστήμης (της αναλυτικής και της γαλλικής) στηριζόμενο σε παραδείγματα προσεγγίσεων, όπως αυτή του Χάκινγκ (Ian Hacking). Η διαπίστωση του Λεκούρ είναι εύστοχη καθώς τα τελευταία χρόνια συστηματοποιείται η τάση διερεύνησης του έργου των Γάλλων ιστορικών και φιλοσόφων της επιστήμης από ιστορικούς και φιλοσόφους που προέρχονται από την αναλυτική παράδοση και επιχειρούν να ξεπεράσουν τις διαχωριστικές γραμμές, ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση μιας πιο οργανικής σύνδεσης της ιστορίας και της φιλοσοφίας της επσιτήμης. [10] Το τελευταίο κεφάλαιο αναφέρεται στις φιλοσοφικές επεξεργασίες εντός της επιστήμης και πιο συγκεκριμένα μεταξύ των επιστημόνων, κυρίως στους κλάδους της φυσικής, των μαθηματικών και της βιολογίας. Παρουσιάζονται διάφορες πληροφορίες για τις εξελίξεις στις επιστήμες, ακολουθώντας μια μάλλον συγκεχυμένη γραμμή επιχειρηματολόγησης. Παραταύτα, μπορεί κάποιος ή κάποια να διαγνώσει πίσω από τούτη την παράθεση πληροφοριών την φιλοσοφική θέση ότι η εξέλιξη της επιστήμης διαμορφώνει ριζικά τις φιλοσοφικές θέσεις για αυτήν, την φιλοσοφική θέση περί στενής αλληλεπίδρασης της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Σε αυτό το πνεύμα, διατυπώνεται η οιονεί πρόβλεψη πως «[θ]α δούμε ίσως αύριο να εμφανίζεται μια οικονομική φιλοσοφία ή μια κοινωνιολογική φιλοσοφία, συγγενείς με την βιολογική φιλοσοφία, οι οποίες, λαμβάνοντας υπόψη τις πολώσεις και τις εντάσεις που χαρακτηρίζουν την κοινωνική ζωή, θα αποφύγουν την εξουδετέρωσή τους μέσω προτύπων δανεισμένων από τον φορμαλισμό των φυσικών επιστημών που δεν μπορούν να τις κατανοήσουν» (161).

Συνολικά μπορούμε να πούμε πως η αρετή του βιβλίου έγκειται στην ευρυμάθεια του συγγραφέα, στην οποία βασίζεται και η δυνατότητά του να σκιαγραφήσει μια συνολική εικόνα για τον κλάδο της φιλοσοφίας της επιστήμης από τις απαρχές τις συγκρότησής του και ανεξαρτήτως των «στεγανών» μεταξύ των διαφορετικών παραδόσεων στο εσωτερικό του. Για τον λόγο αυτό, αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο ανάγνωσμα για όποια ή όποιον θέλει να έχει μια ευρύτερη εποπτεία του κλάδου. Ωστόσο, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, η ευρύτητα βρίσκεται σε ένταση με την πληρότητα, αλλά και το βάθος της ανάλυσης συγκεκριμένων φιλοσοφικών προβλημάτων. Πέραν των ελλείψεων που παρατηρήσαμε παραπάνω, από το βιβλίο απουσιάζει η αναφορά σε επιμέρους φιλοσοφικά προβλήματα, τα οποία είναι συγκροτητικά του κλάδου. Οι πλέον σημαίνουσες απουσίες αφορούν στο πρόβλημα του επιστημονικού ρεαλισμού και στο πρόβλημα της επιστημονικής εξήγησης. Παράλληλα, πολλές αναφορές είναι αναγκαία επιδερμικές, όπως αυτές στην κριτική της αιτιότητας του Χιουμ ή στον «νέο γρίφο της επαγωγής» του Γκούντμαν, με αποτέλεσμα μόνο ήδη εξοικειωμένοι αναγνώστες ή εξοικειωμένες αναγνώστριες να μπορούν να παρακολουθήσουν την παρουσίαση της αντίστοιχης επιχειρηματολογίας. Με αυτήν την έννοια, το υπό κρίση βιβλίο θα μπορούσε να είναι χρήσιμο εισαγωγικά μόνο ως συμπλήρωμα σε ένα ήδη υπάρχον χαρτοφυλάκιο εισαγωγικών αναγνωσμάτων για τον κλάδο της φιλοσοφίας της επιστήμης, τα οποία παρουσιάζουν με πιο λεπτομερή τρόπο τα φιλοσοφικά προβλήματα – αλλά και τις απαντήσεις σε αυτά – που είναι συγκροτητικά του κλάδου της φιλοσοφίας της επιστήμης.

Τέλος, ορισμένα σχόλια πρέπει να παρατεθούν αναφορικά με την μετάφραση του Δημήτρη Αθανασάκη. Γενικά το μεταφραστικό αποτέλεσμα είναι αρκετά καλό. Το ελληνικό κείμενο ρέει απρόσκοπτα χωρίς ιδιαίτερα παραξενίσματα ή ανοίκεια συντακτική δομή. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες μεταφραστικές επιλογές, οι οποίες είτε είναι διαφορετικές από τις καθιερωμένες πλέον μεταφραστικές επιλογές στην ελληνική βιβλιογραφία είτε αποπροσανατολίζουν έναν μη ειδικό αναγνώστη ή μη ειδική αναγνώστρια. Το πρώτο που μπορεί να παρατηρηθεί είναι ότι ο όρος «justification» μεταφράζεται ως «αιτιολόγηση». Έτσι έχουμε τον όρο «πλαίσιο αιτιολόγησης» (75) κατ’ αντιδιαστολή προς το «πλαίσιο ανακάλυψης», μια διάκριση που συναντάμε στους λογικούς εμπειριστές, καθώς επίσης και τον όρο «αιτιολόγηση της επαγωγής» (80). Η μετάφραση του λατινογενούς όρου «justification» ως «αιτιολόγηση» δημιουργεί σύγχυση καθώς δεν πρόκειται για λόγο περί αιτίων. Αντίθετα, οι ακριβείς όροι στα ελληνικά είναι «πλαίσιο δικαιολόγησης», καθώς πρόκειται για το πλαίσιο εκείνο των κριτηρίων που δικαιολογούν, δηλαδή νομιμοποιούν έλλογα μια επιστημονική θεωρία· και «δικαιολόγηση της επαγωγής» καθώς επίσης αναφέρεται στην φιλοσοφική απόπειρα θεμελίωσης της επαγωγής. Το γεγονός ότι το λατινογενές «justification» μπορεί να αποδοθεί και ως «δικαιολόγηση» και ως «αιτιολόγηση» δεν νομιμοποιεί φιλοσοφικά την επιλογή του δεύτερου όρου. Εξ όσων γνωρίζουμε, μόνο στον κλάδο των νομικών ο όρος «αιτιολόγηση» ή «αιτιολογικό» χρησιμοποιείται ως περίπου συνώνυμος του όρου δικαιολόγηση, καθώς αναφέρεται λ.χ. στο έλλογο νομιμοποιητικό έρεισμα μιας απόφασης. Στην φιλοσοφία, όμως, οι αιτίες, συνήθως, αντιδιαστέλλονται με τους λόγους και για αυτό ο όρος αιτιολόγηση σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση. Μια δεύτερη μεταφραστική αστοχία αποτελεί ο όρος  «εγκλιμάτιση» (89) για να αποδοθεί το απαρέμφατο «naturaliser». Ο επίσης λατινογενής όρος «naturalisme» (στα γαλλικά) ή «naturalism» (στα αγγλικά) έχει να κάνει με τον όρο που στα ελληνικά, τα τελευταία χρόνια, αποκαλούμε «φυσιοκρατία» (και ορισμένες φορές απλά «νατουραλισμός»), ο οποίος αναφέρεται σε μια φιλοσοφική θέση που έχει μια οντολογική και μια μεθοδολογική ή γνωσιολογική συνιστώσα. Σύμφωνα με την οντολογική διάσταση της φυσιοκρατίας, δεν υπάρχουν υπερφυσικές οντότητες (όπως π.χ. οι αφηρημένες οντότητες) ή γνωσιακές ικανότητες (όπως η διανοητική ενόραση). Σύμφωνα με την μεθοδολογική διάσταση, η φιλοσοφία χαρακτηρίζεται από κάποιου είδους συνέχεια με την επιστημονική-εμπειρική έρευνα. Το ρήμα που αντιστοιχεί στο ουσιαστικό φυσιοκρατία είναι το «φυσιοποιώ» και δηλώνει την υπαγωγή ενός τμήματος του επιστητού στη δικαιοδοσία της εμπειρικής-επιστημονικής έρευνας. Ο τίτλος του ενδέκατου κεφαλαίου, επομένως, αναφέρεται στην φυσιοποίηση της επιστημολογίας, δηλαδή στην προσέγγιση του Κουάϊν που επιχειρεί να υπαγάγει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της εμπειρικής-επιστημονικής έρευνας την επιστημονική γνώση. Ο όρος «εγκλιμάτιση», ως εκ τούτου, είναι φιλοσοφικά αποπροσανατολιστικός. Επιπλέον, ο όρος «confirmation» μεταφράζεται ως «επιβεβαίωση». Στην συναφή βιβλιογραφία, ο όρος που έχει επικρατήσει στα ελληνικά για να αποδώσει το «confirmation» είναι «επικύρωση». Ο λόγος είναι πώς η επικύρωση συνδυάζεται απροβλημάτιστα την έννοια του βαθμού (υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί επικύρωσης μιας θεωρίας ή υπόθεσης ανάλογα με τον αριθμό των εμπειρικών δεδομένων που έχουν συλλεχθεί για την υποστήριξή τους). Αντίθετα, ο όρος επιβεβαίωση, ενώ γενικά ως μετάφραση δεν είναι λανθασμένος, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, λόγω του συνθετικού «-βεβαίωση» που παραπέμπει στην βεβαιότητα, δημιουργεί αντιφατικές συνδηλώσεις με την έννοια του βαθμού. Ο όρος «theory laden» μεταφράζεται ως «θεωρητικό φορτίο» (114), ενώ στην ελληνική βιβλιογραφία ο όρος, που συνδέεται με το έργο του Χάνσον, αναφέρεται ως «θεωρητικός εμποτισμός» της παρατήρησης. Ο όρος «disciplinary matrix» που βρίσκουμε το ύστερο έργο του Κουν αποδίδεται ως «κανονιστική μήτρα» (119). Ο επιθετικός προσδιορισμός «κανονιστικός» είναι αποπροσανατολιστικός. Είναι αλήθεια ότι διάφορα στοιχεία της μήτρας (του Παραδείγματος) έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, ωστόσο η έννοια του discipline, εδώ, αναφέρεται στον επιστημονικό κλάδο και όχι στην πειθαρχία εν γένει.

Εν κατακλείδι, ορισμένες λιγότερο σημαντικές επισημάνσεις. Αναφέρεται ότι ο Χέλμχολτζ (Hermann Ludwig Ferdinand von Helmholtz) είχε «φυσιολογικοποιήσει» τις καντιανές κατηγορίες (56). Ωστόσο, ο Χέλμολτζ δεν κατέστησε τις κατηγορίες «φυσιολογικές», αλλά επιχείρησε να τις φυσιοποιήσει, δηλαδή, όπως αναφέραμε παραπάνω, να τις υπαγάγει στη δικαιοδοσία της εμπειρικής έρευνας. Ο όρος «constructive empiricism» του βαν Φράασεν αποδίδεται εσφαλμένα ως «εποικοδομητικός εμπειρισμός» (93) και όχι ως «κατασκευαστικός εμπειρισμός». Το πρόβλημα εδώ είναι ότι παραβιάζεται το νόημα που ρητά του αποδίδει ο ίδιος ο βαν Φράασεν στο έργο του Η Επιστημονική Εικόνα. Τέλος, οι φιλόσοφοι του 19ου αιώνα που εγκατέλειψαν τον γερμανικό ιδεαλισμό δεν επέστρεψαν σε «εμπειρικές» (78), αλλά σε εμπειριστικές θέσεις, δηλαδή σε θέσεις που αναφέρονται στον εμπειρισμό και όχι απλά στην εμπειρία.

Σημειώσεις

[1] D. Lecourt: L’épistémologie historique de Gaston Bachelard. Paris: Vrin, 2002.

[2] Βλ. G. Bachelard: «Η μόρφωση του επιστημονικού πνεύματος». Στο: Γ. Κουζέλης (επιμ.): Επιστημολογία. Κείμενα. Αθήνα: Νήσος, 1980/1997, σ. 297-257. G. Bachelard: Το Νέο Επιστημονικό Πνεύμα. Μετάφραση: Γιώργος Φαράκλας. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2000). G. Bachelard: La Philosophie du Non. Paris: PUF, 2005.

[3] Ο 19ος αιώνας είναι επίσης ο αιώνας στον οποίο επικρατεί ο όρος επιστήμη, καθώς προγενέστερα αυτό που ονομάζουμε φυσική επιστήμη σήμερα, αποκαλείτο «φυσική φιλοσοφία».

[4] Ενώ δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί ότι η καντιανή γνωσιολογία, με τις απαραίτητες ασφαλώς αναθεωρήσεις, προκειμένου να εγκολπώσει τις μείζονες αλλαγές στα μαθηματικά (μη ευκλείδειες γεωμετρίες, θεωρία συνόλων κλπ.) και την φυσική (θεωρία της Σχετικότητας, Κβαντομηχανική), διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην φιλοσοφία της επιστήμης έως τις μέρες μας. Βλ. για παράδειγμα την θέση του Φρήντμαν (Michael Friedman) για το «δυναμικό ή σχετικοποιημένο a priori». Μ. Friedman: Dynamics of Reason. Stanford, CA: CSLI Publications, 2001.

[5] Η θεμελίωση της επαγωγής προϋποθέτει την λεγόμενη «αρχή της ομοιομορφίας της φύσης», αλλά αυτή η τελευταία αρχή μπορεί να θεμελιωθεί μόνο επαγωγικά.

[6] Ο μεταφραστής επιλέγει τον ανοίκειο όρο «εγκλιματίσει». Περί των μεταφραστικών επιλογών θα γίνει λόγος στο τέλος του παρόντος κειμένου.

[7] Αυτή η θέση αποκαλείται «θέση Duhem-Quine» στην φιλοσοφία της επιστήμης.

[8] Από την πρώτη δημοσίευση του άρθρου «Δύο Δόγματα του Εμπειρισμού» (1951) έως την ρητή αποδοχή της φυσιοκρατικής γνωσιολογίας (1969) πέρασαν περίπου δύο δεκαετίες. Βλ. W.V.O. Quine: Ontological relativity and other essays. New York: Columbia University Press, 1969.

[9] Για μια ρητή αποτίμηση του «Ισχυρού Προγράμματος στην Κοινωνιολογία της επιστήμης» από τον ίδιο τον Κουν βλ. T. S. Kuhn: «The Trouble with the Historical Philosophy of Science», στο: J. Conant & J. Haugeland (επιμ.): The Road Since Structure. Chicago: Chicago University Press, 2000.

[10] Βλ. http://integratedhps.org/

[11] B. van Fraassen: Η Επιστημονική Εικόνα. Μετάφραση: Κ. Στεργιόπουλος. Επιστημονική επιμέλεια: Σ. Ψύλλος. Αθήνα: Leader Books, 2008. Αναφέρει ο συγγραφέας: «Χρησιμοποιώ το επίθετο “κατασκευαστικός” για να επισημάνω την άποψή μου ότι η επιστημονική δραστηριότητα είναι περισσότερο δραστηριότητα κατασκευής παρά ανακάλυψης: είναι κατασκευή μοντέλων…» (σ. 7-8).

Σχολιάστε