Piers Rawling & Phillip Wilson (επιμ.): The Routledge Handbook of Translation and Philosophy. London/New York: Routledge, 2019, 496 σελίδες, 176,71 ευρώ (ebook: 37,20 ευρώ).
Κρίνει ο Κοσμάς Ρασπίτσος (Πανεπιστήμιο Πατρών)
Αναμφισβήτητα η μεταφραστική πράξη εγείρει ποικίλα φιλοσοφικά ερωτήματα, όπως εκείνα που αφορούν στο νόημα, στην ερμηνεία και στη γλώσσα εν γένει, καθώς επιχειρώντας να μεταφέρουμε ένα κείμενο από μία γλώσσα σε κάποιαν άλλη, από έναν πολιτισμό σε κάποιον άλλο, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με δυσκολίες και προβλήματα που ζητούν επιτακτικώς λύση. Η μετάφραση είναι μία «προβληματική» κατάσταση επικοινωνίας, η οποία όμως αποδεικνύεται εξαιρετικά γόνιμη για τον φιλοσοφικό στοχασμό, διότι, όπως διαπιστώνει και ο Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ στο Αλήθεια και Μέθοδος, είναι οι διαταραγμένες και δύσκολες συνθήκες συνεννόησης εκείνες που αναδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο τους μηχανισμούς της επικοινωνίας. [1] Το αυξημένο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια για τη διερεύνηση της σχέσης φιλοσοφίας και μετάφρασης επιβεβαιώνεται πλέον και από την έκδοση του εγχειριδίου με τίτλο The Routledge Handbook of Translation and Philosophy το 2019 από τον ομώνυμο έγκυρο εκδοτικό οίκο. Η πρωτοποριακή αυτή έκδοση αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη ολοκληρωμένη επισκόπηση του θέματος στην σύγχρονη βιβλιογραφία με τη μορφή ενός εγχειριδίου και ανήκει στην σειρά Routledge Handbooks in Translation and Interpreting Studies. [2] Το βιβλίο διαιρείται σε τέσσερις θεματικές ενότητες: η πρώτη τιτλοφορείται Φιλόσοφοι περί της μετάφρασης (Philosophers on Translation) και φιλοδοξεί να καθιερώσει έναν «κανόνα» φιλοσόφων της μετάφρασης, η δεύτερη Μεταφραστικές σπουδές και φιλοσοφία (Translation studies and philosophy) αποπειράται να τοποθετήσει στο πεδίο της φιλοσοφικής έρευνας κεντρικά ζητήματα των μεταφραστικών σπουδών, η τρίτη ενότητα με τίτλο Η μετάφραση της φιλοσοφίας (The Translation of Philosophy) καταπιάνεται με την περισσότερο «πρακτική» πλευρά της μετάφρασης φιλοσοφικών κειμένων, εστιάζοντας σε τέσσερις συγκεκριμένες περιπτώσεις μελέτης, και η τέταρτη στρέφει το βλέμμα στο μέλλον και ανιχνεύει τις Αναδυόμενες Τάσεις (Emerging Trends), όπως αναφέρει και ο τίτλος της. Συνολικά το βιβλίο απαρτίζεται από είκοσι εννέα κεφάλαια.
Οι επιμελητές Πιρς Ρόουλινγκ και Φίλιπ Γουίλσον εκκινούν από την παραδοχή ότι όσοι δουλεύουν πάνω στη μετάφραση και στη φιλοσοφία έχουν πολλά να πουν ο ένας στον άλλον. Αναφορικά με τους φιλοσόφους που απαρτίζουν έναν δυνητικό «κανόνα» φιλοσοφίας της μετάφρασης διαπιστώνουν μία θεμελιώδη ανισορροπία στην εκπροσώπηση των δύο φύλων, κάτι, βέβαια, που παραδέχονται ότι αποτελεί σύμπτωμα μίας ευρύτερης κατάστασης στον χώρο της φιλοσοφικής σκέψης εν γένει. Στην φιλοσοφία της μετάφρασης προσάπτεται επίσης ότι είναι προσανατολισμένη κατά κύριο λόγο στην δυτική φιλοσοφία και οι γλώσσες που κυριαρχούν είναι τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά (2). Ενώ φιλοσοφικές θέσεις και αποσπάσματα από φιλοσοφικά κείμενα απαντώνται συχνά σε εγχειρίδια και ανθολογίες μεταφρασεολογίας, δεν είναι ίσως πάντα ξεκάθαρο τι ακριβώς νοείται ως «φιλοσοφία της μετάφρασης». Οι επιμελητές του τόμου ισχυρίζονται ότι από την οπτική γωνία των μεταφραστικών σπουδών ο όρος μπορεί να εννοεί δύο τινά: πρώτα την προσθήκη φιλοσοφικών εργαλείων στο εννοιολογικό οπλοστάσιο του κλάδου με σκοπό την βαθύτερη ανάλυση μεταφραστικών ζητημάτων, και δεύτερον μία «ουσιαστική δραστηριότητα που στοχεύει να διατυπώσει μία επισκόπηση» (2). Σκοπός του εγχειριδίου, συνεπώς, δεν είναι να θέσει ξεκάθαρα όρια μεταξύ των κλάδων, π.χ. λογοτεχνικές σπουδές και φιλοσοφία, αλλά αντίθετα να τα αποδομήσει. Τέλος, τονίζεται, ότι η έως τούδε φιλοσοφία της μετάφρασης αντλεί κυρίως από την ηπειρωτική φιλοσοφία, αλλά και από την αναλυτική.
Εννέα από τα δέκα κεφάλαια της πρώτης ενότητας (Φιλόσοφοι επί της μετάφρασης) είναι αφιερωμένα έκαστο σε έναν από τους εννέα φιλοσόφους του κανόνα σε χρονολογική σειρά, ενώ το δέκατο με τίτλο Σύγχρονες τάσεις στην φιλοσοφία και τη μετάφραση σκιαγραφεί τον διάλογο μεταξύ φιλοσοφίας και μεταφραστικών σπουδών σήμερα. Αναντίλεκτα από ένα τέτοιο εγχειρίδιο δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να απουσιάζει ο θεμελιωτής της νεότερης μεταφρασεολογικής σκέψης, ο Φρήντριχ Σλαϊερμάχερ και η περιώνυμη διάλεξή του ενώπιον της Βασιλικής Ακαδημίας των Επιστημών του Βερολίνου από το 1813 με τίτλο Περί των διαφόρων μεθόδων της μετάφρασης. [3] Πιστώνεται δε ως επιτυχία των επιμελητών και προνόμιο για τον τόμο ότι το πρώτο κεφάλαιο με θέμα τον Σλαϊερμάχερ το συγγράφει ένας από τους κορυφαίους και πιο έμπειρους σύγχρονους στοχαστές στον χώρο, ο Τέο Χέρμανς. Οι απόψεις του Σλαϊερμάχερ περί μετάφρασης εντάσσονται οργανικά στη σκέψη του για την Ερμηνευτική και παράλληλα συμπυκνώνουν θεωρητικά και την πρακτική του εμπειρία, καθώς μετέφερε το πλατωνικό έργο στα γερμανικά, οι μεταφράσεις του δε εξακολουθούν να εκδίδονται και να μελετώνται ακόμη και σήμερα. Η Ρόζμαρυ Αρρόχο αναλαμβάνει στη συνέχεια να αναδείξει τις οφειλές της σύγχρονης μεταφρασεολογίας στη φιλοσοφική σκέψη του Φρήντριχ Νίτσε, με ιδιαίτερη αναφορά σε θέματα, όπως η μεταμορφωτική λειτουργία της μετάφρασης και η σχέση της μετάφρασης με το φύλο. Η συνεισφορά του Μάρτιν Χάιντεγκερ στη φιλοσοφική ανάλυση του μεταφράζειν ανιχνεύεται σε μία ευρεία διασπορά κειμένων του σε όλη τη διάρκεια του φιλοσοφικού του βίου. [4] Εκτός από την προφανή δυσκολία της μετάφρασης του έργου του από τα γερμανικά, ο ίδιος διατύπωσε μία οιωνεί μεταφραστική θεωρία, με αφετηρία κυρίως την πρακτική της μετάφρασης βασικών λέξεων και αποσπασμάτων από την αρχαία ελληνική γλώσσα, ενώ παράλληλα η μεταφραστική του αυτή θεωρία και πράξη – όπως εύστοχα επισημαίνει και ο συγγραφέας του κεφαλαίου Τομ Γκριβς – αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αντίληψής του για τη φιλοσοφία και τη σκέψη εν γένει. Από το έργο του Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν η Σύλβια Πανίτσα επιλέγει έννοιες κλειδιά, κυρίως από τις Φιλοσοφικές Έρευνες, με στόχο να αναδείξει τον τρόπο, με τον οποίο κεντρικά φιλοσοφικά προτάγματα του Βίτγκενσταϊν μπορούν να αποδειχτούν ιδιαίτερα γόνιμα τόσο για τη μεταφραστική θεωρία όσο και για την πράξη του μεταφράζειν. Αφού αναφερθεί διεξοδικά στην παλαιότερη και νεότερη πρόσληψη του έργου του Βίτγκενσταϊν (New Wittgenstein), δείχνει ότι η εργασία του μεταφραστή δεν εξαντλείται στην αναζήτηση «ισοδυναμιών» από γλώσσα σε γλώσσα, αλλά κυρίως στον εντοπισμό και στην αναδημιουργία γλωσσικών παιγνίων (Sprachspiele) μέσα σε συγκεκριμένες μορφές ζωής (Lebensformen). Η χρήση συγκεκριμένων μεταφραστικών παραδειγμάτων προσθέτει επιπλέον αξία στην εξαιρετική αυτή συνεισφορά της Πανίτσα. Αναμφίβολα ένα από τα κείμενα που δεν θα μπορούσαν να λείπουν σε καμία περίπτωση από έναν τέτοιο «κανόνα» φιλοσοφίας της μετάφρασης είναι και Η αποστολή του μεταφραστή του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Η Τζιν Μποάζ-Μπάιερ τονίζει ότι το διάσημο και εν μέρει κρυπτικό αυτό κείμενο αποκαλύπτει περισσότερα μυστικά του, αν ενταχθεί μέσα στα ευρύτερα συμφραζόμενα του έργου του Μπένγιαμιν – ιδιαίτερα σε κείμενα που αφορούν στη φιλοσοφία της γλώσσας και της ιστορίας – παρά όταν μελετηθεί απομονωμένο. [5]
Περισσότερο από προφανής είναι, βέβαια, και η επιρροή της Ερμηνευτικής σε κάθε φιλοσοφική διερεύνηση της μετάφρασης και η Λίζα Φόραν εστιάζει στο έργο των Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ και Πωλ Ρικέρ. Η κεφαλαιώδης για την Ερμηνευτική έννοια της κατανόησης είναι και για τους δύο φιλοσόφους μία διαδικασία μετάφρασης και όχι το αντίστροφο. Ως εκ τούτου το μεταφράζειν αναβαθμίζεται οντολογικά και συνιστά πλέον όχι μόνο ένα ψιλό γλωσσικό γεγονός, αλλά μία θεμελιώδη συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης εν γένει. [6] Η κοινή οφειλή των Γκάνταμερ και Ρικέρ στην φαινομενολογική παράδοση γενικότερα και στο έργο του Μάρτιν Χάιντεγκερ ειδικότερα θεματοποιείται από την Φόραν, η οποία επιχειρηματολογεί ότι το έργο του Ρικέρ είναι καταλληλότερο για να δώσει απαντήσεις σε δύσκολα ηθικά και πολιτικά ζητήματα που δύναται να εγείρει μία διευρυμένη έννοια της μετάφρασης (όπως π.χ. το ιδεώδες της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης).
Η μετάβαση από την ηπειρωτική στην αγγλο-αμερικανική παράδοση γίνεται με την πραγμάτευση των Γουίλαρντ Κουάιν και Ντόναλντ Ντέιβιντσον. Ο πρώτος συντελεί στην ανατροπή μίας προβληματικής αντίληψης περί νοήματος και συνακόλουθα περί μετάφρασης που για μεγάλο χρονικό διάστημα σχεδόν «στοίχειωνε» την παράδοση αυτή. Ασκεί, δηλαδή, κριτική στη θέση που πρεσβεύει ότι η μετάφραση περιορίζεται στην επανάληψη-αναπαραγωγή σε μία άλλη γλώσσα ενός ανεξάρτητου από τη γλωσσική διατύπωση προϋπάρχοντος και καθορισμένου νοήματος. Ο Πωλ Ροθ εξετάζει τον ρόλο που διαδραματίζει η έννοια της ριζικής μετάφρασης του Κουάιν στην ανατροπή αυτή επιχειρώντας παράλληλα και μία σύγκριση του Κουάιν με τον Ντέιβιντσον. Η συμβολή του Ντέιβιντσον στη φιλοσοφική διερεύνηση της μετάφρασης αποτιμάται κατόπιν από τον Πιρς Ρόουλινγκ, ο οποίος επίσης θεωρεί ότι ο Ντέιβιντσον, από κοινού με τον Κουάιν και τον Βίτγκενσταϊν, ανέτρεψαν την παραπάνω συμβατική αντίληψη περί νοήματος και μετάφρασης. Η ανοικτότητα και η μη περατότητα της ερμηνείας είναι ένα από τα θέματα που θίγονται με αφορμή την εμπειρία της μετάφρασης παράλληλα με άλλα βασικά μοτίβα του έργου του Ντέιβιντσον, όπως η «ριζική ερμηνεία», ο «ανώμαλος μονισμός», η εφαρμογή της θεωρίας αλήθειας του Τάρσκι κ.ά.
Εντυπωσιακές είναι πράγματι οι ομοιότητες σε ό,τι αφορά στη φιλοσοφία της μετάφρασης ανάμεσα σε κατά τα άλλα αρκετά διαφορετικούς χώρους του φιλοσοφείν, όπως είναι η αναλυτική παράδοση και η αποδόμηση. Έτσι, βλέπει κανείς λ.χ. ότι όπως στον Βίτγκενσταϊν, στον Κουάιν και στον Ντέιβιντσον, έτσι και στον Ζακ Ντερριντά δεν γίνεται αποδεκτή μία αντίληψη του μεταφράζειν ως αναζήτησης «ισοδυναμιών» ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες, καθώς και η σύστοιχη με αυτήν θεωρία του νοήματος και της γλώσσας. Μάλιστα, ο Γάλλος φιλόσοφος πίσω από την λογοκεντρική πίστη στην δυνατότητα μεταφραστικής ισοδυναμίας διακρίνει μία λανθάνουσα θεολογική προϋπόθεση. Ο Ντερριντά υπήρξε ίσως η πιο σημαντική επιρροή του σύγχρονου φιλοσοφικού στοχασμού επί των μεταφραστικών σπουδών, ειδικά εφόσον τα έργα του βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση και σε συναφείς με τη μεταφρασεολογία επιστημονικούς κλάδους, όπως η συγκριτική γραμματολογία και η θεωρία της λογοτεχνίας. Η συμβολή του Ντερριντά αναλύεται από την Ντέμπορα Γκόλντγκαμπερ με αναφορά φυσικά στην έννοια της différance, και τον τρόπο που αυτή γονιμοποιεί φιλοσοφικά όχι μόνο την σκέψη περί της μετάφρασης, αλλά ακόμη και την πρακτική του μεταφράζειν.
Στο τελευταίο και δέκατο κεφάλαιο της πρώτης ενότητας ο Ρολάντ Βεγκσό καταπιάνεται με τις σύγχρονες εξελίξεις στη φιλοσοφία της μετάφρασης ξεκινώντας από την παραδοχή ότι ο 21ος αιώνας απομακρύνεται από τη «γλωσσική στροφή» του προηγούμενου, κάτι που δεν μένει χωρίς συνέπειες και για τη μελέτη της μετάφρασης. Η έννοια «μετάφραση» διευρύνεται και υπερβαίνει τα όρια ενός γλωσσικού μόνο γεγονότος, κάτι που καθίσταται ξεκάθαρο με αφορμή τις θέσεις περί μετάφρασης των Αλαίν Μπαντιού, Μισέλ Κάλλον, Μπρούνο Λατούρ, Λιβάι Μπράιαντ και Μπάρμπαρα Κασσίν.
Η δεύτερη ενότητα με τίτλο Μεταφραστικές σπουδές και φιλοσοφία είναι αφιερωμένη σε επιμέρους ζητήματα, όπως η σχέση μεταφραστικής θεωρίας και φιλοσοφίας, η σύμπλεξη του πολιτισμού και της μετάφρασης, η έννοια της ισοδυναμίας, το φύλο και η μετάφραση κ. ά. Η Μαρία Τουμότσκο επεξεργάζεται τη σχέση μεταφραστικής θεωρίας και φιλοσοφίας εστιάζοντας στην Αγγλο-αμερικανική φιλοσοφία (Κουάιν, Βίτγκενσταϊν, θεωρία ομιλιακών ενεργημάτων), αλλά και τη θεωρία δικαιοσύνης του Τζον Ρωλς, διαπιστώνοντας ότι η επίδραση μεταξύ μεταφρασεολογίας και φιλοσοφικής σκέψης μπορεί – ειδικά σήμερα – να είναι αμφίδρομη. Στη συνέχεια η Σύαν Ρανγκανάθαν εξετάζει το θέμα Συμφραζόμενα και πραγματολογία έχοντας την αφετηρία της εκτός της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης. Η προβληματική αυτή διευρύνεται και από τον Σεργκέι Τιουλένιεφ, ο οποίος πραγματεύεται τη σχέση πολιτισμού και μετάφρασης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η μετάφραση λειτουργεί ως μηχανισμός όχι μόνο μεταξύ πολιτισμών, αλλά και εντός ενός πολιτισμικού χώρου αναλαμβάνοντας διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ ατόμων και συνόλου και προωθώντας έτσι την πολιτισμική εξέλιξη. Η Άλις Λίλ εξετάζει την πολύπλαγκτη έννοια της ισοδυναμίας επιχειρώντας μία ιστορική αναδρομή από τον Αριστοτέλη στον Ρικέρ. Ακολουθώντας την κατάταξη του Τζωρτζ Στάινερ διακρίνει μεταξύ υποστηρικτών των γλωσσικών καθολικών δομών και γλωσσικών σχετικιστών. Η μετάφραση μπορεί να εγείρει και ηθικά ζητήματα, όπως επισημαίνει η Τζοάνα Ντρούγκαν με αφορμή το θέμα της «μεταφραστικής πιστότητας», πρώτα μέσω μίας χρονολογικής επισκόπησης και κατόπιν θέτοντας συγκεκριμένα ερωτήματα. Το κρίσιμο θέμα «Φύλο και μετάφραση» διερευνά η Βαλερύ Χενιτιούκ με βάση μία συγκεκριμένη περίπτωση μετάφρασης στα αγγλικά και στα γαλλικά ιστοριών μίας νεαρής γυναίκας από την φυλή των Ινουίτ. Στη συνέχεια η Κίρστεν Μάλμκγερ εξετάζει τη συνεισφορά διαφόρων κατηγοριών της γλωσσολογικής έρευνας στη μελέτη του μεταφράζειν δίνοντας, βέβαια, ιδιαίτερη έμφαση στην σημασιολογία και στην πραγματολογία (θεωρία των ομιλιακών ενεργημάτων). Ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται εδώ η διασταύρωση φιλοσοφίας, κοινωνιογλωσσολογίας και ψυχογλωσσολογίας με αφορμή και επίκεντρο την έννοια της προσωπικότητας. Η δεύτερη ενότητα κλείνει με το δύσκολο ζήτημα του νοήματος. Η Ρέιτσελ Βάισβροντ χαρτογραφεί με κριτική ματιά τις συχνά αντικρουόμενες προσεγγίσεις του νοήματος αναφορικά με τη μετάφραση καταλήγοντας σε πέντε βασικές εκδοχές: Η μετάφραση δύναται να μεταφέρει το νόημα, η μετάφραση δεν δύναται να μεταφέρει το νόημα, το νόημα δεν είναι αυτό που υποτίθεται ότι μεταφέρει η μετάφραση, κατά τη μετάφραση δεν μεταφέρεται, αλλά δημιουργείται νόημα και τέλος οι μεταφραστικές σπουδές δεν οφείλουν να ασχολούνται με το νόημα. Αν μη τι άλλο, η φιλοσοφική αξία της συζήτησης για το νόημα στη μετάφραση είναι παραπάνω από εμφανής.
Η ιδιαίτερα ελκυστική τρίτη ενότητα με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η μετάφραση της φιλοσοφίας μετά από τα δύο πρώτα γενικότερα κεφάλαια (19 και 20), προσκαλεί τον αναγνώστη να εντρυφήσει με πρακτικό-εποπτικό τρόπο στη σχέση φιλοσοφίας και μετάφρασης παρουσιάζοντας συγκεκριμένα παραδείγματα. Στο κεφάλαιο 19 ο Ντάνκαν Λαρτζ αφού τονίσει το γεγονός ότι ειδικά στο παρελθόν η πρόσληψη της φιλοσοφίας βασιζόταν κυρίως σε μεταφράσεις, επισκοπεί ιστορικά σημαντικούς σταθμούς στη μετάφραση και κατ’ επέκταση στην πρόσληψη της φιλοσοφίας, τόσο στη δυτική παράδοση, όσο και στην ινδική και στην κινεζική σκέψη. Ειδική μνεία γίνεται για τη δυσκολία που παρουσιάζει η μετάφραση του φιλοσοφικού λόγου, όχι μόνο εξαιτίας της πυκνότητας των εννοιών αλλά και της όχι σπάνιας χρήσης μεταφορικής και οιωνεί λογοτεχνικής γλώσσας για φιλοσοφικούς σκοπούς. Στο επόμενο κεφάλαιο η Καρολίν Σρεντ μελετά την μετάφραση γυναικών φιλοσόφων σε έναν ακόμη αρκετά ανδροκρατούμενο χώρο, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι και στο παρόν εγχειρίδιο όλοι οι υπό μελέτη φιλόσοφοι είναι άνδρες (324). Η περιθωριοποίηση της γυναικείας παρουσίας στον χώρο του φιλοσοφικού στοχασμού θεματοποιείται στην ιστορική της διαχρονία και η μετάφραση της φιλοσοφίας αναδεικνύεται ως ένας από τους τρόπους διάσπασης αυτού του ιστορικού αποκλεισμού. Το πρώτο παράδειγμα μετάφρασης φιλοσοφίας υπό μελέτη είναι ο Βρετανός ποιητής Σέλεϋ ως μεταφραστής του Πλάτωνα από τον Ρος Γουίλσον. Από την μεταφραστική αναμέτρηση ενός ποιητή με έναν φιλόσοφο (με πασίδηλες λογοτεχνικές αρετές) διαφαίνονται και οι λογοτεχνικές όψεις του φιλοσοφικού λόγου. Ο Νίκολας Γουώκερ κατόπιν διερευνά τον ρόλο της μετάφρασης στην πρόσληψη του Γερμανικού Ιδεαλισμού – με έμφαση στον Καντ και στον Χέγκελ – από τον αγγλόφωνο κόσμο κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου. Συγκρίνει αυτές τις παλαιότερες μεταφράσεις με νεότερες, καταλήγοντας ότι μπορεί οι δεύτερες να είναι πιο «πιστές» στο πρωτότυπο και πιο προσεκτικές στην χρήση της ορολογίας, συχνά, όμως, παραμελούν την λογοτεχνική και ρητορική ποιότητα του πρωτότυπου. Πιο κοντά στο παρόν ο Όσιν Κίχαν εξετάζει αγγλικές μεταφράσεις του έργου του Ζακ Ντερριντά τα τελευταία πενήντα χρόνια, επικεντρώνοντας στην μεταφραστική παραγωγή του DSTP (Derrida Seminars Translations Project). Εστιάζει, ακόμη, στην απόδοση του Περί Γραμματολογίας από την Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ το 1976 και την αναμετάφραση από την ίδια το 2016. Στο τελευταίο κεφάλαιο της τρίτης ενότητας η Μπετίνα Μπέργκο μελετά το ακανθώδες ζήτημα της απόδοσης του ρυθμού και του ύφους των φιλοσοφικών κειμένων με αφετηρία τη μετάφραση έργων του Εμμανουήλ Λεβινάς και διερωτάται τι ακριβώς γίνεται όταν οι μεταφράσεις των έργων ενός στοχαστή αντιπαραβάλλονται με το πρωτότυπο.
Η τέταρτη και τελευταία ενότητα επιδιώκει να χαρτογραφήσει τις αναδυόμενες τάσεις στο παρόν και στο άμεσο μέλλον της φιλοσοφίας της μετάφρασης. Η Μαρία Σέρμπαν δείχνει την επιρροή της γνωσιακής επιστήμης επί των μεταφραστικών σπουδών, τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και μεταφραστικής πράξης, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία σε σύγχρονες ερευνητικές προσεγγίσεις που αναδεικνύουν τη γονιμότητα της διεπιστημονικότητας για τον κλάδο αυτό. Η Ντόροθυ Κέννυ ασχολείται με το ζήτημα της αποκαλούμενης μηχανικής μετάφρασης και την πορεία της από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως σήμερα αποκαλύπτοντας τον τρόπο, με τον οποίο συνδέονται οι μεταβολές των μεταφραστικών θεωριών και των θεωριών νοήματος με την εξέλιξη του τεχνολογικού αυτού κλάδου. Με αφορμή τη μηχανική μετάφραση θίγονται και ευρύτερα επίκαιρα θέματα, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και το μέλλον της ανθρώπινης εργασίας. Από την άλλη, σύμφωνα με την Λίνα Λάιχο, η λογοτεχνική μετάφραση συνιστά πρώτης τάξεως ευκαιρία για μία ενδελεχή διερεύνηση της ιδιαίτερης ποιότητας του έργου τέχνης που αποκαλείται «λογοτεχνία». Έμφαση δίνεται στην ανάλυση της «ταυτότητας» του λογοτεχνικού έργου: φαινομενολογικές, ερμηνευτικές, αποδομητικές και αισθητικές προσεγγίσεις της λογοτεχνικής μετάφρασης θεματοποιούν αυτήν την ταυτότητα, ενώ από την πλευρά των πολιτισμικών και μετααποικιακών σπουδών η έννοια της ταυτότητας παραχωρεί τη θέση της στην ένταξη της λογοτεχνικής μετάφρασης σε πολιτισμικά και πολιτικά δίκτυα ισχύος. Το πρωτότυπο θέμα της συνάφειας μεταξύ μετάφρασης και μυστικισμού/εσωτερισμού πραγματεύεται ο Φίλιπ Γουίλσον με αναφορές από την αρχαία μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα (Septuaginta), την μόνιμη χρήση του Πύργου της Βαβέλ ως εικόνας για το μεταφράζειν έως και τον 20ο αιώνα και την Αποστολή του μεταφραστή του Βάλτερ Μπένγιαμιν, αναζητώντας πιθανά γόνιμα συμπεράσματα από μία φιλοσοφική πραγμάτευση του όχι και τόσο επαρκώς διερευνημένου αυτού πεδίου. Στο τελευταίο κεφάλαιο του τόμου ο Σάλαχ Μπασαλάμα επιχειρηματολογεί για την ανάγκη ένταξης της φιλοσοφίας της μετάφρασης εντός του χώρου των μεταφραστικών σπουδών, με κύρια αφετηρία (αλλά όχι αποκλειστική) την Ερμηνευτική. Τονίζει, παράλληλα, ότι η μετάφραση μπορεί να αποτελεί αυτόνομο φιλοσοφικό αντικείμενο και πέραν του γλωσσικού της χαρακτήρα, προσθέτοντας έτσι νέα ερωτήματα και προκλήσεις στον φιλοσοφικό στοχασμό.
Πέραν της επαρκέστατης γενικής επισκόπησης του θεματικού πεδίου και της ανάδειξης της αξίας του για τον σύγχρονο φιλοσοφικό διάλογο στα πλεονεκτήματα του τόμου συγκαταλέγονται οπωσδήποτε η σαφήνεια και η ακρίβεια της παρουσίασης (αν και ίσως όχι σε όλα τα άρθρα), καθώς τα κεφάλαια εμβαθύνουν σε όλα τα αντικείμενα δίνοντας αρκετές πληροφορίες, με τρόπο, όμως, που προσεγγίζει όχι μόνο τον ειδικό φιλόσοφο ή μεταφρασεολόγο, αλλά και τον φοιτητή/την φοιτήτρια, καθώς και τον μη ειδικό αναγνώστη που ενδιαφέρεται να γνωρίσει το επίκαιρο αυτό θέμα της σχέσης φιλοσοφίας και μετάφρασης.
Σημειώσεις
[1] Βλ. Hans-Georg Gadamer: Wahrheit und Methode. 6η έκδ. Tübingen: Mohr Siebeck, 1990, σ. 387. Ιδιαίτερα στο τρίτο μέρος του Αλήθεια και Μέθοδος (σ. 387 κ.ε.) το μεταφράζειν λειτουργεί για τον Γκάνταμερ ως μοντέλο για τη διερεύνηση του ερμηνευτικού γεγονότος συνολικά.
[2] Ως προηγούμενες εποπτικές μελέτες του ίδιου θέματος μπορούν να αναφερθούν ενδεικτικά οι εξής: L. Foran (επιμ.): Translation and Philosophy. Oxford: Peter Lang, 2012. H. Kittel et al.; (επιμ.): Übersetzung – Translation – Traduction. Ein internationales Handbuch zur Übersetzungsforschung / An International Encyclopedia of Translation Studies / Encyclopédie internationale de la recherche sur la traduction. Δύο τόμοι. New York: De Gruyter, 2004/2007. F. Apel & A. Kopetzki (επιμ.): Literarische Übersetzung. 2η έκδ. Stuttgart/Weimar: J. B. Metzler, 2003. Α. Hirsch (επιμ.): Übersetzung und Dekonstruktion. Frankfurt a. M.: Suhrkamp, 1997). G. Steiner: After Babel. Aspects of language and translation. Oxford: Oxford University Press, 1975. H. J. Störig (επιμ.): Das Problem des Übersetzens. 3η έκδ. Darmstadt: Wissenschaftliche Buchgesellschaft, 1973. Για την ελληνόφωνη βιβλιογραφία μπορεί να συμβουλευτεί κανείς: Δ. Γούτσος (επιμ. – μτφ.): Ο Λόγος της Μετάφρασης. Ανθολόγιο σύγχρονων μεταφραστικών θεωριών. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2001. Γ. Κεντρωτής: Θεωρία και πράξη της μετάφρασης. Αθήνα: Δίαυλος, 2000.
[3] Πλέον το ιδρυτικό αυτό κείμενο της νεότερης μεταφρασεολογικής σκέψης ευτύχησε να έχει δύο διαφορετικές αποδόσεις στην ελληνική γλώσσα. Σε χρονολογική σειρά: Φρ. Σλαϊερμάχερ: Περί των διαφόρων μεθόδων του μεταφράζειν. Μετάφραση: Κ. Κοτσιαρός. Δίγλωσση έκδοση. Αθήνα: Gutenberg, 2014, και Φρ. Σλαϊερμάχερ: Περί μετάφρασης, ερμηνείας και κριτικής. Διάλεξη «Περί των διαφόρων μεθόδων της μετάφρασης» και εισαγωγή στην ερμηνευτική και την κριτική από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις. Μετάφραση: Δ. Υφαντής & Β. Κακοσίμου. Αθήνα: Ροές, 2017.
[4] Martin Heidegger: Hölderlins Hymne «Der Ister» [Ο ύμνος του Χαίλντερλιν «Ο Ίστρος», παραδόσεις στο Πανεπιστήμιο του Φραΐμπουργκ θερινό εξάμηνο 1942]. Gesamtausgabe τόμος 53. Επιμέλεια: Walter Biemel. 2η έκδ. Frankfurt a. M.: Vittorio Klostermann, 1993, σ. 76. «Πες μου τι γνώμη έχεις για τη μετάφραση και θα σου πω ποιος είσαι». Αυτή είναι μία μόνο από τις όχι λίγες παραστατικές υπομνήσεις για τη σπουδαιότητα που απέδιδε ο Γερμανός φιλόσοφος στο έργο της μετάφρασης. Ενδεικτικά βλ. ακόμη Martin Heidegger: Parmenides [Παρμενίδης, παραδόσεις στο Πανεπιστήμιο του Φραΐμπουργκ χειμερινό εξάμηνο 1942/43. Gesamtausgabe τόμος 54. Επιμέλεια: Manfred S. Frings, 3η έκδ. Frankfurt a. M.: Vittorio Klostermann, 2018, σ. 17-18.: «Η λεγόμενη μετάφραση [übersetzen Σ.τ.Μ.] και παράφραση ακολουθεί πάντα μόνο τη μετάφραση-μετάβαση [übersetzen Σ.τ.Μ.] ολόκληρου του είναι μας στην περιοχή μίας διαφορετικής αλήθειας». Βλ. περισσότερα: Κ. Ρασπίτσος: Φιλοσοφία και μετάφραση. Η περίπτωση του Martin Heidegger. Στο: Ε. Κουρδής & Ε. Λουπάκη (επιμ.): Πρακτικά 4ης διεθνούς συνάντησης ελληνόφωνων μεταφρασεολόγων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη 2015 http://echo.frl.auth.gr/4th_trad_congress/
[5] Το κείμενο του Μπένγιαμιν υπάρχει για τον Έλληνα αναγνώστη σε δύο μεταφράσεις. Βλ. με χρονολογική σειρά: Βάλτερ Μπένγιαμιν: «Το έργο του μεταφραστή». Στο: του ιδίου: Δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας. Επιμέλεια – μετάφραση: Φώτης Τερζάκης: 2η έκδ. Αθήνα: Ηριδανός, 2016 (1η έκδ. Νήσος 1999). Βάλτερ Μπένγιαμιν: Η αποστολή του μεταφραστή και άλλα κείμενα για τη γλώσσα. Μετάφραση: Γιώργος Σαγκριώτης. Επιμέλεια: Αρετή Μπουκάλα. Αθήνα: Πατάκης, 2014.
[6] Με ιδιαίτερα εναργή και διεξοδικό τρόπο έχει επιχειρήσει μία τέτοιου τύπου μεταξίωση της μετάφρασης το εμβληματικό Μετά τη Βαβέλ του Τζωρτζ Στάινερ. Σε αυτό προσδίδει στη μετάφραση οικουμενικές διαστάσεις καθιστώντας την το εννοιολογικό εκείνο σχήμα, μέσα από το οποίο προσεγγίζεται ερευνητικά η ανθρώπινη επικοινωνία στην ολότητά της. Κάθε κατανοητικό εγχείρημα και κάθε πράξη επικοινωνίας εμπεριέχει ουσιαστικά μέσα της εγγενώς τη μετάφραση. Βλ. ενδεικτικά George Steiner: After Babel. Aspects of language and translation [1975]. 3η έκδ. Oxford/New York: Oxford University Press, 1998, σ. xii: «After Babel postulates that translation is formally and pragmatically implicit in every act of communication, …».