2025_4

no title has been provided for this book
Τόμας Νέιγκελ: Νους και Κόσμος. Αθήνα: Εκκρεμές, 2023.

Τόμας Νέιγκελ: Νους και Κόσμος [Thomas Nagel: Mind and Cosmos. Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 2012]. Μετάφραση: Αντώνιος Χατζημωυσής. Επιμέλεια: Στέλιος Βιρβιδάκης, Μιλτιάδης Θεοδοσίου. Αθήνα: Εκκρεμές, 2023, 296 σελίδες, 20 ευρώ.

Κρίνει η Ευστρατία Βουλγαρίδου (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων)

efstratiavoulgaridou@gmail.com

Αφορμή για την εκ νέου ανάδειξη του έργου του Αμερικανού φιλοσόφου Τόμας Νέιγκελ (Thomas Nagel), στάθηκε η πρόσφατη κυκλοφορία της ελληνικής μετάφρασης του βιβλίου Mind and Cosmos  από τον Αντώνη Χατζημωυσή με επιμέλεια του Στέλιου Βιρβιδάκη και του Μιλτιάδη Θεοδοσίου. Κεντρικός άξονας του βιβλίου είναι η προβληματική της σχέσης νοητικού και φυσικού, ζήτημα το οποίο διατρέχει μεγάλο μέρος της φιλοσοφίας του Νέιγκελ.

Στην παρούσα βιβλιοκρισία [1] θα επιχειρηθεί να αναδειχθεί η συμβολή του συγγραφέα στον διάλογο για το πρόβλημα της συνείδησης και τη δυνατότητα επαρκούς επιστημονικής εξήγησής της, μέσω της σύγχρονης υλιστικής θεωρίας. Ένα θεμελιώδες ζήτημα που απασχολεί τον Τόμας Νέιγκελ στο μεγαλύτερο μέρος της φιλοσοφικής του πορείας, δεν είναι άλλο από το ζήτημα της υποκειμενικής εμπειρίας, του τρόπου, δηλαδή, της πρόσληψης της εξωτερικής πραγματικότητας από την προοπτική των δρώντων υποκειμένων. Ήδη στο άρθρο αναφοράς του «What is it like to be a bat» (1974), [2] ο Νέιγκελ εκφράζει έντονα την ανησυχία του για τη δυνατότητα αναγωγής της υποκειμενικής εμπειρίας της συνείδησης σε φυσικές ή επιστημονικές περιγραφές και εξηγήσεις. Η απορία του, «Πώς είναι να είσαι νυχτερίδα;», εννοώντας πώς μπορεί κάποιος να αισθανθεί επακριβώς το βίωμα ενός άλλου υποκειμένου, είναι που γέννησε ένα πλήθος νέων ερωτημάτων, τόσο για τη σύνδεση υποκειμενικής εμπειρίας και της αντικειμενικής της κατανόησης, όσο και για το πόσο τελικά αυτή η αντικειμενική κατανόηση που αναζητείται με τη μορφή των φυσικών επιστημών και θεωριών, είναι αληθής, επαρκώς τεκμηριωμένη και πειστική. Αυτές οι σκέψεις διατρέχουν το σύνολο του έργου του συγγραφέα και κορυφώνονται στο παρόν βιβλίο, του οποίου το αγγλικό πρωτότυπο εκδίδεται για πρώτη φορά το 2012. Ο τίτλος του βιβλίου συνοδεύεται από έναν ιδιαίτερα αιχμηρό υπότιτλο: «Γιατί η υλιστική νεοδαρβινική αντίληψη της φύσης είναι σχεδόν σίγουρα λανθασμένη». Ένας υπότιτλος που σίγουρα προκαλεί το ενδιαφέρον της/ου αναγνώστριας/η. Ομολογουμένως, η επιστημονική κοινότητα αντέδρασε έντονα, τόσο εξαιτίας του προκλητικού τίτλου του έργου, όσο και λόγω της αναντιστοιχίας περιεχομένου και αρχικής υπόσχεσης του βιβλίου. Ο Νέιγκελ κάνει χρήση του όρου «νεοδαρβινική αντίληψη» για να περιγράψει μια καθαρά βιολογική θεωρία, χωρίς ωστόσο να στηρίζει την επιχειρηματολογία του σε εξειδικευμένες επιστημονικές πηγές ή εμπειρικά δεδομένα. Η απόρριψη του φυσικαλιστικού πλαισίου, το οποίο υποστηρίζεται ευρέως από τη σύγχρονη επιστήμη, από έναν διακεκριμένο φιλόσοφο του νου και άθεο, όπως δηλώνει ο ίδιος, ξάφνιασε. [3] Ωστόσο, η κριτική στάση του Νέιγκελ δεν εμφανίζεται εξαίφνης: ήδη από τα πρώιμα έργα του εξέθετε τους προβληματισμούς του για τις αξιώσεις της φυσικής επιστήμης και την εγκυρότητά της.  Έτσι, στο βιβλίο αυτό καθίσταται υπέρμαχος μιας ερμηνείας του κόσμου που προσεγγίζει περισσότερο το πρότυπο του ιδεαλισμού.

Περνώντας, τώρα, στο περιεχόμενο του βιβλίου, παρακολουθούμε τον Νέιγκελ να συνοψίζει στο πρώτο κεφάλαιο, «Εισαγωγή», τους προβληματισμούς του για το ερώτημα της επάρκειας της υλιστικής προσέγγισης στην εξήγηση της εμφάνισης ενσυνείδητων οργανισμών. Ενώ η εξελικτική θεωρία εξηγεί με μεγάλη επιστημονική σαφήνεια την πολυπλοκότητα των ενσυνείδητων οργανισμών βιολογικά και εξελικτικά, ο Νέιγκελ εντοπίζει σημαντικές δυσκολίες στην προσπάθεια ένταξης της συνείδησης σε αυτό το εξηγητικό σχήμα. Εφόσον οι φυσικές επιστήμες δεν μπορούν να εξηγήσουν τη συνείδηση, τότε δεν είναι ικανές να περιγράψουν και τη φυσική πραγματικότητα, καθώς η συνείδηση είναι μέρος αυτής. Αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη της ανικανότητάς του φυσιοκρατικού αναγωγισμού να εξηγήσει τον κόσμο ενοποιημένα. Ο φιλόσοφος δεν δέχεται ότι η συνείδηση εμφανίστηκε ως ένα ατύχημα, ή ως ένα αποτέλεσμα εξέλιξης ή προσαρμογής – όπως προάγει ο αναγωγιστικός υλισμός, αλλά ερμηνεύει το φαινόμενο της συνείδησης ως ένα εγγενές κομμάτι του σύμπαντος, ως μια βασική όψη της φύσης. Και αυτό τον οδηγεί σε ένα ιδεώδες ενός άλλου είδους ενοποιητικής θεωρίας – έναν μονισμό –, η οποία δύναται να περιέχει και να εξηγεί ικανοποιητικά τόσο τις ασύνειδες όσο και τις ενσύνειδες οντότητες (18). Το αίτημά του, συνεπώς, συνίσταται στην επανεξέταση των φυσικών επιστημών και της θέσης που κατέχουν για την περιγραφή της φυσικής τάξης.

Ο προβληματισμός για την αποτυχία του ψυχοφυσικού αναγωγισμού εκτυλίσσεται πιο διεξοδικά στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου. Όπως προαναφέραμε, θεμέλιο της συλλογιστικής του Νέιγκελ είναι η εξής παραδοχή: εφόσον εμφανίζεται η ανυπέρβλητη αμφιβολία ότι το νοητικό στοιχείο μπορεί να αναχθεί στο φυσικό, τότε πρέπει να αμφιβάλλουμε εξίσου, εάν το αναγωγιστικό-φυσιοκρατικό μοντέλο μπορεί να εξηγήσει ικανοποιητικά και τον φυσικό κόσμο. Ένα αμιγώς αναγωγιστικό μοντέλο είναι αυτό του υλισμού. Η συλλογιστική πορεία του Νέιγκελ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αν το επιμέρους αποτυγχάνει – δηλαδή ο αναγωγισμός, τότε πιθανώς αποτυγχάνει και το καθολικό, δηλαδή το υλιστικό πλαίσιο συνολικά. Για τον λόγο αυτό οφείλει και να απορριφθεί (40-41). Ως εναλλακτική λύση, ο Νέιγκελ προτείνει ότι το φαινόμενο της συνείδησης και ο νους είναι εγγενή στοιχεία του σύμπαντος, που δεν μπορούν να θεωρηθούν απλώς προϊόντα της εξελικτικής διαδικασίας και, άρα – εδώ συνοψίζεται ο σκανδαλώδης νεοϊδεαλισμός του Νέιγκελ – προϋπάρχει στο σύμπαν ως αίτιό του (33). Αυτή η άποψη έρχεται σε αντίθεση με τον υλισμό, ενώ παράλληλα συγκρούεται και με τον θεϊσμό, ο οποίος αντιλαμβάνεται τον έλλογο νου-δημιουργό ως υπέρτατη και εξωκοσμική αρχή εξήγησης, προσφέροντας μια κατανόηση με όρους σκοπού και πρόθεσης, και όχι αναγωγής ή ανάδυσης. Αν και ο Νέιγκελ δεν θεωρεί τον θεϊσμό περισσότερο πειστικό από τον υλισμό, αναγνωρίζει σ’ αυτόν ένα πλεονέκτημα: την αποδοχή πραγματικοτήτων πέραν των υλικών φαινομένων και τη μεταφυσική ή μεταΰλιστική ερμηνεία του κόσμου (40-44). Ο Νέιγκελ θα καταλήξει σε αυτό το σημείο στο αίτημα μιας εξήγησης η οποία θα έχει τη συνείδηση, τον ορθό λόγο και την ηθική ως αναμενόμενη και αναπόφευκτη συνέπεια της τάξης που διέπει τον κόσμο. Η εξήγηση αυτή θα λαμβάνει υπόψιν τους φυσικούς νόμους, που από μόνοι τους, όμως, δεν είναι ικανοί να περιγράψουν εξ ολοκλήρου τον κόσμο, όπως προαναφέρθηκε. Αυτή η θεώρηση, με θεμελιωδώς τελεολογικά στοιχεία, διαμορφώνει, θεωρεί ο Νέιγκελ, μια διευρυμένη αλλά και ενοποιημένη αντίληψη του κόσμου (61).

Στα επόμενα κεφάλαια, ο Νέιγκελ εστιάζει σε έννοιες που θεωρεί επιμέρους πτυχές του νοητικού στοιχείου: τη συνείδηση, τον ορθό λόγο και την αξία, ώστε να τα εξετάσει λεπτομερώς και μεμονωμένα. Το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου αφορά το ζήτημα της συνείδησης. Όπως προαναφέρθηκε, η συνείδηση, για τον Νέιγκελ, είναι το εμπόδιο που συναντά μια αμιγώς φυσιοκρατική θεώρηση του κόσμου. Η ύπαρξή της είναι πολύ δύσκολο να αμφισβητηθεί. Και αν δεν μπορεί να θεωρηθεί μη υπαρκτή, αλλά μόνο κάτι το πραγματικό, τότε προκύπτει ένα σοβαρό πρόβλημα που καταδεικνύει ότι η φυσική περιγραφή του σύμπαντος φαίνεται να είναι μόνο ένα μέρος της αλήθειας για την ολότητά του. Αν αυτή η θέση ισχύει, τότε η φυσιοκρατική αντίληψη θα έπρεπε να αποκλείσει τα νοητικά φαινόμενα, καθώς αυτά αμφισβητούν ή ακυρώνουν την πληρότητά της (63-64).

Με μια ανασκόπηση θεωριών που προσπαθούν να εντάξουν τη συνείδηση στη φυσιοκρατική κοσμοθεώρηση, όπως ο «εννοιολογικός συμπεριφορισμός», η ταύτιση δηλαδή των νοητικών φαινομένων με μορφές συμπεριφορικής οργάνωσης (67-69), η «θεωρία της φυσικοψυχικής ταυτότητας» των Place και Smart, που υποστηρίζει ότι τα νοητικά συμβάντα είναι φυσικά συμβάντα στον εγκέφαλο, αλλά και παρεμφερείς θεωρίες, όπως ο «αιτιακός συμπεριφορισμός» και ο «λειτουργισμός», στοχεύει να προβάλει την αποτυχία τους και μια κοινή τους αδυναμία: ότι δε συμπεριλαμβάνουν τις υποκειμενικές εντυπώσεις (71-72). Βάση  των παραπάνω στοιχείων, φτάνει στο συμπέρασμα ότι ο δυϊσμός του Καρτέσιου είναι ακόμα πολύ δύσκολο να εγκαταλειφθεί, καθώς οι θεωρίες αυτές λειτουργούν για τον Νέιγκελ ως στοιχεία επιβεβαίωσης της ανεπάρκειας της φυσιοκρατίας ως προς την εξηγητική της ικανότητα. Καταλήγει, λοιπόν, στην τολμηρή πρόταση της αναπόφευκτης, κατά τη γνώμη του, εγκατάλειψης του υλισμού, χαρακτηρίζοντας την τρέχουσα υλιστική μορφή φυσιοκρατίας ως «απαράδεκτη» (76-77). Ακόμη και αν καταφέρναμε να εξηγήσουμε τη συνείδηση με όρους φυσικών επιστημών, υποστηρίζει ο Νέιγκελ, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα του γιατί υπάρχουν ενσυνείδητοι οργανισμοί. Ο Νέιγκελ δεν ενδιαφέρεται για το πώς εμφανίστηκαν ενσυνείδητοι οργανισμοί, αλλά για το γιατί. «Γιατί οι οργανισμοί βιώνουν τη ζωή με την συνείδηση που έχουν;», «γιατί προέκυψαν εξ αρχής τέτοιοι οργανισμοί;» (84-85). Τέτοιου είδους ερωτήματα είναι αυτά που συνθέτουν την εξήγηση, στην οποία επιμένει ο φιλόσοφος, ότι η φυσιοκρατία αποτυγχάνει να προσδώσει.

Για να κατευθύνει και να βοηθήσει στο να ερευνηθούν οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, ο φιλόσοφος προτείνει δύο βασικές κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να εξηγηθεί ο κόσμος: την ανιστορική καταστατική εξήγηση και την ιστορική εξήγηση. Η καταστατική εξήγηση περιλαμβάνει το μοντέλο του αναγωγισμού, που προσπαθεί να ερμηνεύσει το νοητικό μέσω των φυσικών ιδιοτήτων των στοιχειωδών συστατικών, και το μοντέλο της ανάδυσης, όπου το νοητικό προκύπτει ως αποτέλεσμα της σύνθετης λειτουργίας φυσικών συστημάτων, όπως το κεντρικό νευρικό σύστημα (95-97). Από την άλλη, η ιστορική εξήγηση περιλαμβάνει το αιτιακό μοντέλο, που αποδίδει την προέλευση της ζωής σε φυσικές αιτίες, το τελεολογικό μοντέλο, που υποστηρίζει την ύπαρξη νόμων αυτοοργάνωσης με σκοπό, και το εμπρόθετο μοντέλο, που υπονοεί ότι υπάρχει έλλογη πρόθεση ή σκοπός πίσω από τη φύση. Ο Νέιγκελ απορρίπτει την εμπρόθετη τελεολογία που οδηγεί στον θεϊσμό και προκρίνει μια φυσική τελεολογία, όπου οι ένσκοποι νόμοι του σύμπαντος καθορίζουν τις εξελίξεις χωρίς να προϋποτίθεται κάποια/ος νοήμων σχεδιάστρια/ής (100-117).

Στο τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου, ένα ακόμα κρίσιμο πεδίο του νοητικού που εξετάζει ο Νέιγκελ, είναι αυτό της ικανότητας για γνώση. Είδαμε προηγουμένως ότι η συνείδηση αποτελεί εμπόδιο για τον αναγωγισμό, καθώς χαρακτηρίζεται από τη μη αναγώγιμη υποκειμενικότητα, τις εσωτερικές και πρωτοπρόσωπες εμπειρίες του ατόμου. Σε αυτό το σημείο ο συγγραφέας θα αναλύσει τον ρόλο της γνώσης,  στηριζόμενος στον ίδιο γνώμονα. Η σκέψη, ο συλλογισμός και η αξιολόγηση είναι στοιχεία νοητικά τα οποία ανήκουν μόνο στους ανθρώπους – ίσως και σε κάποια ζώα. Η ικανότητά μας να συλλογιζόμαστε είναι αυτή που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει όντως ένας πραγματικός κόσμος, ότι πολλά ερωτήματα έχουν ορθές απαντήσεις και ότι για να οδηγηθούμε στις ορθές απαντήσεις μπορούμε να ακολουθήσουμε συγκεκριμένους κανόνες. Αυτά τα στοιχεία καθιστούν τη δική μας υποκειμενική νοητική δραστηριότητα ικανή να καταλήγει σε αντικειμενικά συμπεράσματα. Επομένως, η υποκειμενικότητα της συνείδησης, σε συνδυασμό με τη συγκεκριμένη γνωσιακή λειτουργία, μεταβιβάζει το προσωπικό βίωμα σε διαπίστωση με καθολική αξίωση ισχύος. Αυτή η πορεία δεν μπορεί να εξηγηθεί με φυσιοκρατικούς όρους, παρά μόνο αν θεωρηθεί ψευδαίσθηση, τονίζει ο φιλόσοφος (121-123).

Κατόπιν, στο ίδιο κεφάλαιο, ο Νέιγκελ αναλύει κριτικά την πιθανότητα ικανοποιητικής εξήγησης της προέλευσης όντων ικανών για ορθολογική γνώση από την εξελικτική θεωρία. Αμφισβητεί αν η τυχαία μετάλλαξη και η φυσική επιλογή είναι επαρκή εξηγητικά σχήματα για την ανάδυση έλλογων όντων και παρουσιάζει το δίλημμα μεταξύ ρεαλισμού, που θεωρεί την πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη γνώση μας, και υποκειμενισμού, που περιορίζει την αλήθεια σε φυσικά φαινόμενα. Ο ίδιος προκρίνει εδώ τη ρεαλιστική προσέγγιση, δίνοντας περιθώριο επανεξέτασης της φυσιοκρατικής γνωσιολογίας, που επιδιώκει να συνδέσει τις εξελικτικά προσαρμοστικές νοητικές ικανότητες με την παραγωγή αληθών θεωριών για τον κόσμο (126). Προσπαθώντας να συνδέσει τη ρεαλιστική οπτική με τις σύγχρονες εξελικτικές θεωρίες, υποστηρίζει ότι οι έμφυτες επιθυμίες και αποστροφές μπορούν να θεωρηθούν ως αξιακά προσδιορισμένες εντυπώσεις, από τις οποίες, μέσω ορθολογικής γενίκευσης, προκύπτουν κανονιστικές πρακτικές αρχές (131-133).

Ο Νέιγκελ αφιερώνει το τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου στη διερεύνηση του ζητήματος της γνώσης και την πιθανή συμβατότητα της εξελικτικής θεωρίας με την ύπαρξη όντων ικανών για ορθολογική κατανόηση. Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο εστιάζει στην αξία, ως ένα από τα πιο σύνθετα χαρακτηριστικά του νοητικού στοιχείου. Ωστόσο, η αξία είναι δύσκολο να βρει υλική υπόσταση, καθώς συνδέεται με τη συνείδηση, τη γνώση και την ηθική αξιολόγηση, φαινόμενα που δεν εξηγούνται φυσιοκρατικά. Η συζήτηση περί αξίας κινείται ανάμεσα στον υποκειμενισμό και τον ρεαλισμό, θεωρίες που δεν είναι απαραίτητα αντικρουόμενες, εντούτοις παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές στις προσεγγίσεις τους. Ο υποκειμενισμός αντιλαμβάνεται τις αξίες ως προϊόντα βιολογικών και ψυχολογικών αποκρίσεων, ενώ ο ρεαλισμός θεωρεί ότι οι ηθικές αλήθειες υφίστανται αυθύπαρκτες, ανεξάρτητες από εμπειρικά δεδομένα. Και οι δύο προσεγγίσεις συμφωνούν πως βασικές εμπειρίες, όπως η ηδονή και ο πόνος, συνδέονται με φυσικές αποκρίσεις, αλλά διαφωνούν ως προς το τι σημαίνει αυτό για το πραγματικά «ορθό». Ο Νέιγκελ απορρίπτει τον υποκειμενισμό, εκτιμώντας περισσότερο τον αξιακό ρεαλισμό, που αναγνωρίζει τις ηθικές αλήθειες ως αυθύπαρκτες, παρόμοιες με τις φυσικές ή μαθηματικές αλήθειες. Παράλληλα, αναδεικνύει την αντίθεση του ηθικού ρεαλισμού με τη δαρβινική θεωρία, επιμένοντας πως αν ο ρεαλισμός ισχύει, τότε η δαρβινική θεώρηση της ανθρώπινης ηθικής πρέπει να επανεξεταστεί (163-169).

Ο Νέιγκελ αναγνωρίζει ότι η φύση της αξίας είναι πλουραλιστική, δηλαδή η ποικιλία των μορφών ζωής οδηγεί και σε ποικιλία αξιακών προτύπων και κατευθύνσεων. Εδώ ο υποκειμενισμός παρουσιάζει ένα εύλογο έρεισμα, καθώς αναγνωρίζει αυτή την ποικιλότητα και την αδυναμία ενός ενιαίου αξιακού συστήματος. Παρά την πλουραλιστική φύση των αξιών, ο Νέιγκελ υπερασπίζεται τον ρεαλισμό ως το πιο συνεκτικό και ολοκληρωμένο πλαίσιο για την κατανόηση της αξίας. Επισημαίνει ότι το ενσυνείδητο υποκείμενο έχει την ελευθερία να επιλέγει τη θεωρία που το ικανοποιεί καλύτερα, και αυτή η ίδια η επιλογή λειτουργεί ως επιβεβαίωση της ορθότητας του ρεαλισμού. Το γεγονός ότι κάθε άνθρωπος επιλέγει να ερμηνεύσει τις αξιακές του αντιλήψεις και τις ηθικές του αποφάσεις όπως επιθυμεί, αποτελεί μια φαινομενική επιλογή του τρόπου ερμηνείας της αξίας, η οποία στην πραγματικότητα είναι η απόκριση στο τι είναι καθολικά καλό ή κακό και η επιβεβαίωση της ορθότητας του ρεαλισμού (211-212).

Στον επίλογο του βιβλίου, ο Νέιγκελ επανέρχεται στη θέση περί αποτυχίας του αναγωγικού υλισμού στην εξήγηση της ζωής και του κόσμου. Καταλήγει πως σύντομα ο αναγωγισμός θα θεωρείται ξεπερασμένος, αν και μια νέα, εξίσου αβάσιμη θεωρία πιθανόν θα τον αντικαταστήσει, όπως συμβαίνει συχνά στην ιστορία της σκέψης (215).

Συνολικά, το βιβλίο Νους και Κόσμος αποτελεί μια σημαντική στιγμή στη φιλοσοφική πορεία του Τόμας Νέιγκελ. Θεματολογίες που συναντάμε στο συγκεκριμένο βιβλίο έχουν απασχολήσει το φιλόσοφο στο παρελθόν σε κείμενα όπως τα «What is it like to be a bat» που προαναφέρθηκε, The View from Nowhere (Oxford, 1989) στο οποίο αναλύει τη σχέση αντικειμενικής πραγματικότητας και υποκειμενικής εμπειρίας και The Possibility of Altruism (Princeton, 1970) όπου θίγονται ζητήματα αντικειμενικότητας της ηθικής και κατά πόσο ακόμα και οι αξίες που φαίνονται υποκειμενικές στην πραγματικότητα παρακινούνται από αντικειμενικούς αξιακούς γνώμονες.

Το πόνημα του Νέιγκελ είναι άξιο προσοχής και χαρακτηρίζεται από φιλοσοφική τόλμη και οξύνοια. Παρόλα αυτά, εντοπίζονται διάφορες αδυναμίες στο εγχείρημά του, τις οποίες θα διατρέξω με συντομία σε ό,τι ακολουθεί. Στην εισαγωγή του έργου, ο ίδιος ο Νέιγκελ τοποθετεί ως αφετηρία της σκέψης του την «αποτυχία του ψυχοφυσικού αναγωγισμού» (14-15). Παρ’ όλα αυτά, είναι εύλογο να υποστηρίξει κανείς ότι το πραγματικό σημείο εκκίνησης του στοχασμού του δεν είναι αυτό, αλλά η ίδια η υποκειμενική εμπειρία – η συνείδηση, η γνώση και η αξία. Η αποτυχία της φυσιοκρατικής εξήγησης αυτών των φαινομένων φαίνεται να προκύπτει περισσότερο ως καταληκτικό συμπέρασμα του συλλογισμού του, παρά ως αρχική υπόθεση.

Είδαμε ότι ο Νέιγκελ απορρίπτει τόσο τον υλισμό όσο και τον θεϊσμό ως επαρκείς εξηγητικές προσεγγίσεις, προτείνοντας αντ’ αυτού μια ανανεωμένη μορφή κοσμικής τελεολογίας: την ιδέα ότι η συνείδηση είναι θεμελιώδες και ενδογενές χαρακτηριστικό της φύσης και όχι τυχαίο εξελικτικό παράγωγο. Αν και η τελεολογική του πρόταση δεν παρουσιάζεται με πλήρη θεωρητική πληρότητα ή ερμηνευτική συνοχή, καθώς οι σελίδες που αφιερώνει στην περιγραφή των δύο άλλων μοντέλων είναι περισσότερες σε σχέση με αυτές που αφιερώνει για την εξήγηση της δικής του θέσης, εντούτοις εμπεριέχει μια ενδεχομένως παραγωγική μεταφορά: ότι το σύμπαν δεν είναι απλώς ένας μηχανιστικός χώρος, αλλά ενδέχεται να λειτουργεί ως ένας εξελισσόμενος, εσωτερικά δυναμικός οργανισμός. Η ιδέα αυτή, ανεξαρτήτως της αντικειμενικής της ισχύος, προσφέρει έναν εναλλακτικό τρόπο να στοχαστούμε τη σχέση νου και φύσης. Μια τέτοια προοπτική, αντί να αντιμετωπίζεται ως απόρριψη των μεθόδων της επιστήμης, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ερέθισμα για περαιτέρω διερεύνηση των νοητικών και ηθικών διαστάσεων της πραγματικότητας από τους ίδιους τους φυσικούς επιστήμονες.

Επιπλέον, το ύφος του σε ορισμένα σημεία εμφανίζεται ιδιαίτερα πολεμικό, ίσως ακόμη και προκαταβολικά απορριπτικό, απέναντι σε γενικευμένες επιστημονικές παραδοχές, γεγονός που ενδέχεται να δυσχεραίνει τον διάλογο και να περιορίζει την ευνοϊκή υποδοχή των ιδεών του από την επιστημονική κοινότητα. Είναι πιθανό ότι το έργο του Νέιγκελ θα είχε τύχει ευρύτερης αποδοχής, εάν υιοθετούσε ένα περισσότερο διαλογικό ύφος, ικανό να εμπνεύσει αντί να αμφισβητεί επιθετικά. Η οξύτητα της κριτικής του, αν και ενδεχομένως δικαιολογημένη από την πρόθεση ριζικής αμφισβήτησης σ’ ένα φυσιοκρατούμενο επιστημονικό τοπίο, αδικεί συχνά τον δημιουργικό χαρακτήρα των ερωτημάτων που θέτει.

Αυτό το ύφος αλλά και η οξυδέρκεια του συγγραφέα διατηρείται με μεγάλη επιτυχία και στην ελληνική μετάφραση, η οποία δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από ανάλογες μεταφραστικές προσπάθειες σε άλλες γλώσσες. Παρόλη τη δυσκολία του πρωτοτύπου, το οποίο βρίθει από υπαινικτικές διατυπώσεις και τεχνική ορολογία, η μετάφραση καταφέρνει να μας προσφέρει ένα ρέον ελληνικό κείμενο, το οποίο αποτυπώνει με ακρίβεια το αγγλικό πρωτότυπο, βοηθώντας, μάλιστα, την/ον αναγνώστρια/η να προσεγγίσει την πυκνή και απαιτητική επιχειρηματολογία του Νέιγκελ. Αξίζει να σημειωθεί η συνολικά φροντισμένη έκδοση του έργου από τις εκδόσεις Εκκρεμές, που περιλαμβάνει και ένα κατατοπιστικό επίμετρο, από τον Κωνσταντίνο Τσαγκάρη.

Παρά τις φιλοσοφικές και μεθοδολογικές αδυναμίες του, το βιβλίο του Νέιγκελ προσφέρει μία αξιόλογη συμβολή στη συζήτηση για τα όρια και το μέλλον της φυσιοκρατικής εξήγησης. Η σημαντικότερη, ενδεχομένως, συμβολή του Νους και Κόσμος έγκειται στην υπενθύμιση ότι η επιστήμη, για να παραμείνει ανοιχτή και γόνιμη, οφείλει να αναστοχάζεται τα όριά της και να αναγνωρίζει τις περιοχές του πραγματικού που ενδεχομένως δεν χωρούν, τουλάχιστον ακόμη, εντός των υπαρχόντων θεμελιωδών κατηγοριών της. Αυτό δεν σημαίνει απόρριψη της επιστήμης, αλλά προτροπή για επέκτασή της, ώστε να συμπεριλάβει όχι μόνο την αιτιακή κατανόηση του κόσμου, αλλά και την ιδέα ότι αυτή η αιτιακή κατανόηση είναι απότοκος της δραστηριότητας ενός ενσυνείδητου υποκειμένου: το μυστήριο, την αξία και η νοηματική εμπειρία του ανθρώπου θα μπορούσαν τότε να μην αποτελούν ανυπέρβλητα εμπόδια για την καθολική επαλήθευση των φυσικών επιστημών, αλλά αφετηρία για μια βελτιωτική αναπλαισίωσή τους.

Σημειώσεις

[1] Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Αντώνιο Καλατζή, επίκουρο καθηγητή Νεότερης Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για την όλη υποστήριξη και την αρωγή κατά τη διαδικασία σύνταξης της βιβλιοκρισίας.

[2] Thomas Nagel: «What is it like to be a bat», στο: The Philosophical Review, Vol. 83, No. 4 (Οκτ., 1974), σελ. 435-450.

[3] Για μια πιο διεξοδική ανάλυση των έντονων αντιδράσεων τις κοινότητας στην πρωτότυπη έκδοση του βιβλίου βλ. το επίμετρο του κ. Κωνσταντίνου Τσαγκάρη «Μεγάλες προσδοκίες: Η άμεση κριτική πρόσληψη του “Νους και κόσμος”» στην παρούσα έκδοση, σελ. 217-285.

Σχολιάστε