2025_3

no title has been provided for this book
Φρήντριχ Σλέγκελ: Φιλοσοφικά θραύσματα. Κριτική και αισθητική στον πρώιμο γερμανικό ρομαντισμό. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2025

Φρήντριχ Σλέγκελ: Φιλοσοφικά θραύσματα. Κριτική και αισθητική στον πρώιμο γερμανικό ρομαντισμό [Friedrich Schlegel: «Athenaeum»-Fragmente und andere frühromantische Schriften. Στουτγάρδη: Philipp Reclam, 2018 & Athenäums-Fragmente, Lyceums-Fragmente, Ideen. Hofenberg: Berlin, 2016]. Μετάφραση: Σπύρος Δοντάς. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2025, 239 σελίδες, 17 ευρώ.

Κρίνει η Αγγελική Γαζή (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων)

gaziangela98@gmail.com

Το βιβλίο Φιλοσοφικά Θραύσματα. Κριτική και αισθητική στον πρώιμο γερμανικό ρομαντισμό, που εκδόθηκε στις αρχές του 2025, αποτελεί την πιο πρόσφατη μεταφραστική δουλειά του Σπύρου Δοντά. Ο κύριος Δοντάς έχει μεταφράσει και επιμεληθεί προηγουμένως αρκετές συλλογές αφορισμών γερμανόφωνων λογοτεχνών, όπως του Φραντς Κάφκα [1] και του Καρλ Κράους, [2] διαμορφώνοντας έτσι ένα μοτίβο ενδιαφέροντος προς τα κείμενα αφοριστικής μορφής και χαρακτήρα. Επιπλέον, έχει εκδώσει και ο ίδιος συλλογές αφορισμών ως συγγραφέας, [3] κάτι που ενισχύει αυτή τη τάση του προς το συγκεκριμένο είδος γραφής. Υπό αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, η ενασχόληση του με τον Φρήντριχ Σλέγκελ και τις τρεις συλλογές θραυσμάτων του φαίνεται μόνο φυσική. Όπως παρατηρεί και ο ίδιος στο εισαγωγικό του σημείωμα, οι πρώιμοι ρομαντικοί ήταν εκείνοι που συνέβαλαν στη ανάδειξη ενός νέου είδους κειμένων με αποσπασματική μορφή, τα οποία ονόμασαν «θραύσματα», και στην προσάρτησή τους στην «τυπολογία[ς] της φιλοσοφικής γραμματείας» (17). Έτσι, στρεφόμενος προς τον Σλέγκελ και τα φιλοσοφικά του θραύσματα, ο μεταφραστής προσεγγίζει πλέον τις απαρχές αυτού του ιδιαίτερου και πολυσύνθετου τρόπου γραφής, το ενδιαφέρον του για το οποίο διαφαίνεται ήδη από τις προηγούμενες μεταφραστικές του επιλογές και τα προσωπικά του συγγραφικά έργα.

Μέσα από τις συλλογές των περιοδικών Lyceum (1797) και Athenaeum (1798), καθώς και τη συλλογή Ιδέες (1800), ο Φρήντριχ Σλέγκελ, με τη βοήθεια του Αυγούστου Β. Σλέγκελ και των συνεργατών τους – του Φρίντριχ Σλάιερμάχερ και του Νοβάλις (ψευδώνυμο του Γκέοργκ Φίλιπ Φρήνδριχ φον Χάρντενμπεργκ) –, παρουσίασε τα θραύσματα ως ένα νέο συγγραφικό είδος. Παράλληλα, μπόρεσε να το νομιμοποιήσει ως μία νέα μορφή του «φιλοσοφείν», που ακροβατεί ανάμεσα στον λογοτεχνικό αφορισμό και το φιλοσοφικό σύστημα. Απότοκο της εποχής μέσα στην οποία δομήθηκαν, η οποία χαρακτηρίζεται από την προγενέστερη διαμάχη μεταξύ ορθολογισμού και εμπειρισμού του 18ου αιώνα και την επακόλουθη σταδιακή ισχυροποίηση των μεγάλων φιλοσοφικών συστημάτων, όπως εκείνα του Καντ και του Φίχτε, τα θραύσματα ήταν η πρόταση των πρώιμων ρομαντικών για τη δημιουργία μίας πιο ανοικτής και διαρκώς αναπτυσσόμενης φιλοσοφίας. Οι λύσεις που προσέφερε ο εμπειρισμός στα προβλήματα του ορθολογισμού και των άκαμπτων, ιδεαλιστικών συστημάτων που δημιουργούσε, δεν αποτελούσαν πραγματική απάντηση για τους ίδιους. Αντίθετα, η φιλοσοφία έπρεπε όντως να τείνει προς το σύστημα. Ωστόσο, ο Σλέγκελ θεωρούσε πως καραδοκούσε ο κίνδυνος της «κακοποίησης» της αλήθειας για χάρη της συστηματικότητας. [4] Έτσι, βρήκε τη λύση του προβλήματος στο θραύσμα, το οποίο ομοιάζει ως προς τη μορφή του με τον αφορισμό διατηρώντας την συντομία και την αυτοτέλεια που τον χαρακτηρίζει. Ωστόσο, η ομοιότητά τους είναι μόνο «εξωτερική», αφορά δηλαδή τον τρόπο που αποτυπώνεται και παρουσιάζεται αρχικά στον αναγνώστη. Ως προς το περιεχόμενό του, το θραύσμα είναι ανοικτό από όλες τις πλευρές. Η αποσπασματικότητά του επιτρέπει την διαρκή σύνδεση με άλλα θραύσματα και τη σύνθεσή τους σε μία ολότητα που διαφαίνεται πίσω από τη φαινομενική αυτοτέλειά τους. [5] Όπως άλλωστε αναφέρεται εύστοχα και στο εισαγωγικό σημείωμα, «τα θραύσματα διαμορφώνουν αιωνίως το όλον, και μάλιστα με την προσωπική σφραγίδα του καθενός» (17). Έτσι, σχηματίζεται μία ιδιότυπη μορφή συστήματος, που επιτρέπει την πολύπλευρη μελέτη θεματικών και την ελεύθερη κίνηση ανάμεσα στα επιμέρους θραύσματα. Με αυτόν τον τρόπο, οι πρώιμοι ρομαντικοί υπερπηδούν το ζήτημα της περιορισμένης προσέγγισης της αλήθειας που θεωρούσαν ότι προκύπτει από τη γραμμική πορεία σκέψης που ακολουθούν τα ιδεαλιστικά συστήματα.

Η πρώτη συλλογή θραυσμάτων του περιοδικού Lyceum αποτελεί ταυτόχρονα και μία πρώτη προσπάθεια να λειτουργήσει αυτό το νέο συγγραφικό εγχείρημα αρμονικά μέσα στην αποσπασματικότητά του. Η επίδραση που είχε ο Νικολά Σαμφόρ και τα αφοριστικά έργα του στον Σλέγκελ είναι εν προκειμένω έντονα εμφανής. Διακρίνεται εύκολα η επιρροή που είχε στην πρώτη διαμόρφωση των θραυσμάτων, κυρίως από τις εκτενείς αναφορές του Σλέγκελ σε εκείνον και τα επιγράμματά του, αλλά και από την υιοθέτηση αρκετών χαρακτηριστικών του συγγραφικού του ύφους. Έτσι, παρόλο που σε γενικές γραμμές η θεματική των θραυσμάτων φαίνεται να περιστρέφεται γύρω από τα λογοτεχνικά είδη και τη σχέση αρχαίας και μοντέρνας τέχνης, στη συλλογή γίνονται αναφορές σε διάφορα θέματα – σχετικά με την ηθική, τη φιλοσοφία, την αισθητική, την επικοινωνία κλπ. – και διασυνδέσεις μεταξύ φαινομενικά άσχετων τομέων του βίου και της τέχνης (17). Πρόκειται για μία εισαγωγή, μία πρώτη εικόνα ενός επικείμενου, πιο μεστού διανοητικού πονήματος που επρόκειτο να είναι η επόμενη συλλογή του στο περιοδικό Athenaeum (AthenaeumFragmente). [6]

Επιπλέον, ήδη σε αυτήν την πρώτη συλλογή κάνει την εμφάνισή της μία έννοια η οποία κατέχει σημαίνουσα θέση και στις τρεις συλλογές, όπως άλλωστε και στην πρώιμη διανοητική περίοδο του Σλέγκελ γενικά. Πρόκειται για την «ειρωνεία», ιδέα που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα και τους πλατωνικούς διαλόγους, την οποία ο φιλόσοφος αναδεικνύει σε θεμέλιο λίθο της θεωρίας του. Ο όρος αυτός δεν αφορά την ειρωνεία υπό την τρέχουσα σημασία της, παρόλο που σε πολλά σημεία ο Σλέγκελ διατυπώνει την κριτική του απέναντι σε εκπροσώπους της φιλοσοφίας και των τεχνών της σύγχρονης εποχής – τόσο προς την πλευρά της σύγχρονης φιλοσοφίας, για τις προσπάθειες δόμησης κάποιου κλειστού, καθολικού συστήματος γνώσης, όσο και προς την πλευρά της μοντέρνας τέχνης, για τις επιδιώξεις των σύγχρονων καλλιτεχνών να δημιουργήσουν τα έργα τους αφήνοντας πίσω τα κλασσικά πρότυπα της αρχαιότητας – με καυστικό και ειρωνικό ύφος. Για τον ίδιο, η χρήση της ειρωνείας δεν επεδίωκε σε καμία περίπτωση να οδηγήσει σε γελοιοποίηση ή χλευασμό οποιουδήποτε. [7] Στην πραγματικότητα, η ειρωνεία και ο τρόπος που αυτή επεξηγείται στα θραύσματα δεν αφορά το ύφος του συγγραφέα. Στη βάση της πρόκειται για μία συγγραφική τεχνική. Ο όρος αναφέρεται στη δυνατότητα ενός έργου τέχνης, κατά βάση λογοτεχνικού, να επιτρέπει στην πολλαπλότητα των νοημάτων του να διαφαίνονται πίσω από τη μερικότητα της μορφής του. Η ειρωνεία εκφράζει την ασυμφωνία πρόθεσης και έκφρασης μέσα στο έργο τέχνης. Ο ίδιος αναφέρεται σε αυτήν λέγοντας πως «εμπεριέχει και αφυπνίζει ένα συναίσθημα αδιάλειπτου ανταγωνισμού ανάμεσα στο απόλυτο και το σχετικό, το αδύνατο και το αναγκαίο της πλήρους επικοινωνίας» (51). Με βάση αυτό το χαρακτήρα της ειρωνείας, ο Σλέγκελ μεταβαίνει στη δεύτερη συλλογή του και την αναδεικνύει σε αδιάσπαστο μέρος της θεωρίας του για τη «ρομαντική ποίηση».

Η συλλογή θραυσμάτων του περιοδικού Athenaeum είναι η μεγαλύτερη από τις τρεις και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί το επίκεντρό τους, καθώς αποτυπώνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια αυτό το ιδιαίτερο σύστημα που επιχειρεί να δομήσει ο φιλόσοφος. Σε αυτήν τη δεύτερη συλλογή, έχοντας ως υπόβαθρο προηγούμενες πραγματείες του για την ελληνική ποίηση, τη σχέση κλασσικής και μοντέρνας τέχνης και τις επιδιώξεις καθεμίας από αυτές, εισάγει την έννοια της ρομαντικής ποίησης. Μεταξύ της κλασσικής ποίησης, η οποία επεδίωξε να αναδείξει το «ωραίο» και το «αντικειμενικό», και της μοντέρνας τέχνης, που θυσιάζει αυτό το ωραίο για χάρη του «ενδιαφέροντος» και το αντικειμενικό για χάρη της «πρωτοτυπίας», επιτρέποντας στον καλλιτέχνη να αφήσει τη φαντασία του ελεύθερη, ο Σλέγκελ αναζήτησε διέξοδο στο «ουσιαστικά μοντέρνο». [8] Γνωρίζοντας πως τα πρότυπα του κλασσικισμού δεν μπορούσαν να αναβιώσουν, γιατί οι στόχοι της μοντέρνας τέχνης ήταν διαφορετικοί από εκείνους της αρχαιότητας, ώστε πλέον μόνο εκείνοι είχαν σημασία, [9] επεχείρησε να διαχωρίσει την «ουσιαστικά μοντέρνα τέχνη», τη ρομαντική, τόσο από τη μοντέρνα και τις ψευδείς τάσεις της, όσο και από την «ουσιαστικά κλασσική». [10]

Το πρόγραμμα της ρομαντικής ποίησης αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο στο θραύσμα 116 του περιοδικού Athenaeum, παρότι πολλά στοιχεία της είναι διάσπαρτα σε αναφορές μέσα σε θραύσματα και από τις τρεις συλλογές. Ο Σλέγκελ τη χαρακτηρίζει ως «προοδευτική» και «οικουμενική» (progressive Universalpoesie). Πιο συγκεκριμένα, είναι προοδευτική γιατί, υιοθετώντας τον χαρακτήρα του σύγχρονου πολιτισμού που τη γεννά, εξελίσσεται διαρκώς. Ως μοντέρνα, είναι εκ φύσεως αιωνίως μεταβαλλόμενη και ακολουθεί μία αέναη πορεία εξέλιξης, αδυνατώντας να φθάσει σε ένα τέλος και μία ολοκλήρωση. Έτσι, η ρομαντική ποίηση «είναι άπειρη» (87). Ταυτόχρονα όμως είναι και οικουμενική, εφόσον ένας από τους σκοπούς της είναι να ενσωματώσει όλα τα είδη της ποίησης εντός της. Μία παραδειγματική περίπτωση αυτού του είδους οφείλει να ενέχει όλα τα υπόλοιπα είδη, επικά, δραματικά, κριτικά και φιλοσοφικά χαρακτηριστικά. Μέρος του καθολικού αυτού χαρακτήρα της είναι και η δυνατότητά της να ενοποιεί την πρόθεση του έργου με την έμπνευση του καλλιτέχνη, καθώς περισσότερο από κάθε άλλο είδος αυτή μπορεί να κινείται μεταξύ του έργου και του δημιουργού του, να συνενώνει το πραγματικό με το ιδεατό, τη μερικότητα της περιορισμένης μορφής του με την καθολικότητα που διαφαίνεται πίσω από αυτό. Εν ολίγοις, είτε πρόκειται για τις αναφορές του Σλέγκελ στην οργανική ολότητα που καταφέρνουν να συγκροτήσουν μέσα από την αποσπασματικότητα των μερών τους κάποια επιμέρους λογοτεχνικά έργα, όπως εκείνα του Γουίλιαμ Σαίξπηρ και του Λούντβιχ Τικ, είτε για τις αναφορές του στην «υπερβατολογική ποίηση» και την κοινοποίηση των καθολικών πρώτων αρχών της καλλιτεχνικής δημιουργίας μέσω του εκάστοτε έργου, όπως επιτυγχάνει ο Γκαίτε, [11] η ρομαντική ποίηση «μπορεί να οργανώσει σε ένα όλον όλα τα μέρη που προσβλέπουν στην πληρότητα, διανοίγοντας την προοπτική μιας απείρως διερευνώμενης κλασικότητας» (87). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ειρωνεία λαμβάνει τη θέση της καταλληλότερης μορφής που μπορεί να υιοθετήσει αυτό το νέο είδος ποίησης. Η δυνατότητα σύνδεσης του πραγματικού με το ιδεατό μέσα στο ρομαντικό έργο τέχνης συναντά την ιδανική της έκφραση στην ειρωνεία, η οποία έχει την ιδιότητα να φέρνει σε επικοινωνία το σχετικό με το απόλυτο.

Επιπλέον, στο θραύσμα 116 αναφέρεται πως η ρομαντική ποίηση οφείλει να συνενώσει τα πάντα, όχι μόνο τα λογοτεχνικά είδη, αλλά όλες τις σφαίρες της σύγχρονης εποχής, «να φέρει σε επαφή την ποίηση, τη φιλοσοφία και τη ρητορική […] να γίνει η ποίηση ζωντανή και κοινωνική, η ζωή και η κοινωνία να γίνουν ποιητικές» (86). Με άλλα λόγια, επιχειρεί να συνενώσει τη μερικότητα με την καθολικότητα εν γένει. Στόχος είναι η σύνδεση των διαφορετικών μερών της ζωής και της σκέψης και η κατάργηση των ορίων που υπάρχουν ανάμεσά τους (84). Για τον Σλέγκελ, η ποίηση και η φιλοσοφία είναι μέρη αμοιβαίως αλληλεξαρτώμενα, με μία κοινή λειτουργία, τη συμβολή στην κατανόηση της σχέσης του μερικού-σχετικού και του καθολικού-απόλυτου. Μόνο υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να γίνει κατανοητή η στενή σχέση που αποδίδει στην ποίηση και τη φιλοσοφία και τη συνένωσή τους στη βάση της ειρωνείας. Η φιλοσοφική σκέψη, που ακόμη βρίσκεται παγιδευμένη μέσα σε κλειστά συστήματα γνώσης, μπορεί να βρει διέξοδο μόνο μέσω της ειρωνείας, μιας και εκείνη μπορεί να της επιτρέψει να ανοιχτεί και σε άλλα πεδία και να προσεγγίσει την αλήθεια. Για αυτόν τον λόγο, διατείνεται πως «η φιλοσοφία είναι η πραγματική πατρίδα της ειρωνείας» (36).

Ο Σλέγκελ διέκρινε πως η καθαρή φιλοσοφία είναι εκ φύσεως αφηρημένη και σε κάθε περίπτωση θα παρέμενε έτσι, εάν δεν συνέβαλλε στη γνωστική διαδικασία η ποίηση, η οποία μπορούσε να της παρέχει ως γνωστικά εργαλεία τη φαντασία και την έμπνευση [12]. Ως αποτέλεσμα, στο τέλος αυτής της δεύτερης συλλογής, στο θραύσμα 451 του Athenaeum, ο φιλόσοφος προχωρά ένα βήμα παραπέρα και αναφέρεται στην αναγκαία σύνδεση αυτών των δύο σφαιρών, μιας και μόνο με την ένωσή τους μπορεί να εξασφαλισθεί η αρμονία και η προσέγγιση του «καθολικού πνεύματος», όπως το χαρακτηρίζει. Καθώς «η καθολικότητα είναι ο αμοιβαίος κορεσμός όλων των μορφών και των ουσιών», η κατανόησή της δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη σύνδεση αυτών των δύο σφαιρών (210). Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει αυτή η συνένωση δεν αναπτύσσεται σε αυτό το σημείο περισσότερο από όσο περιγράφηκε προηγουμένως στα πλαίσια τους προγράμματος της ρομαντικής τέχνης. Έτσι, αυτό το θραύσμα αποτελεί τόσο μία κατακλείδα της δεύτερης συλλογής, η οποία περιστρέφεται γύρω από τη σύνδεση πραγματικού και ιδεατού μέσα στην ποίηση και τη φιλοσοφία, όσο και μια μετάβαση στην επόμενη συλλογή του, τις Ιδέες.

Η θεματική της τρίτης συλλογής επικεντρώνεται πλέον κυρίως στην καθολικότητα και την απαραίτητη σύνθεση φιλοσοφίας και τέχνης για την προσέγγισή της, με έναν ιδιαίτερο μυστικιστικό τρόπο. Την περίοδο κατά την οποία δημοσιεύονται οι Ιδέες, ο Σλέγκελ δεν βρίσκεται ακόμη υπό την επίδραση του Ρωμαιοκαθολικισμού, αλλά φαίνεται έντονα η επιρροή που έχει στη σκέψη του η σχέση του με τον Σλάιερμάχερ και οι Λόγοι για τη Θρησκεία του. Έτσι, εντάσσει πλέον στη θεωρία του την έννοια του «θείου», που όμως δεν διαφέρει σε τίποτα από την έννοια της καθολικότητας, στην οποία έχει ήδη αναφερθεί πολλάκις. Εν προκειμένω ο Θεός ταυτίζεται με το καθολικό πνεύμα (210). Το μόνο που μπορεί να συμβάλει πραγματικά στην προσέγγιση αυτού του θείου είναι ένα νέο είδος «θρησκείας».

Για τον Σλέγκελ, η θρησκεία αυτή προκύπτει από τη σύνδεση φιλοσοφίας και τέχνης. Αυτές οι δύο σφαίρες αποτελούν τα δύο άκρα, με την ποίηση να εκφράζει την ποικιλομορφία της μερικότητας και τη φιλοσοφία να προσεγγίζει την κοινή βάση που αυτή ενέχει (224). «Ολόκληρη η φιλοσοφία είναι ιδεαλισμός, και δεν υπάρχει πραγματικός ρεαλισμός παρά αυτός της ποίησης» (227). Εξακολουθώντας να κυριαρχεί η ιδέα της προσέγγισης του όλου μέσω της ενοποίησης μερικού και καθολικού, στο θραύσμα 74 των Ιδεών καλεί τους αναγνώστες να συνδέσουν τα άκρα για να βρουν το πραγματικό μέσον (224). Το μέσον αυτό, το οποίο είναι η θρησκεία, είναι ταυτόχρονα το καλύτερο μέσο προσέγγισης του θείου. Έτσι, οι καλλιτέχνες, οι οποίοι έρχονται σε άμεση επαφή με την ποίηση μέσω της φιλοσοφίας (217), αναλαμβάνουν τη θέση των ιερέων αυτής της θρησκείας (215). Άμεσα σχετιζόμενο με αυτό είναι το ότι η σχέση ποίησης, φιλοσοφίας και θρησκείας ακολουθεί και μία αντίστροφη πορεία, όπου οι δύο σφαίρες που τη συγκροτούν έχουν την ικανότητα να αποσπάσουν ένα μέρος της και να το αφομοιώσουν (216). Σταδιακά, τα όρια μεταξύ των άκρων καταργούνται εντελώς και «η αιώνια ειρήνη μεταξύ των καλλιτεχνών δεν είναι πια ένας απόμακρος στόχος» (219). Τα ίδια τα μέρη μπορούν να εποπτεύσουν καλύτερα την καθολικότητα και να την εκφράσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Έτσι, διαμορφώνεται διαρκώς μια πιο άμεση σχέση ανάμεσα σε αυτά και το καθολικό πνεύμα. Πρόκειται για τη διαρκή προσπάθεια επίτευξης της αρμονίας, όπου η ποίηση και η φιλοσοφία όχι μόνο προσεγγίζουν την καθολικότητα αλλά μετέχουν σε αυτή μέσω της ενοποίησής τους.

Εν τέλει, αυτή η τρίτη συλλογή φαίνεται να αποτελεί συνέχεια της δεύτερης και ολοκλήρωση των συλλογών θραυσμάτων εν γένει. Παρά τον μυστικιστικό της χαρακτήρα, λόγω της εισαγωγής μίας ορισμένης ιδέας του θείου και τη διαμόρφωση μίας νέας μορφής θρησκείας, που την διαφοροποιεί από τις άλλες δύο, μοιάζει να έχει μετατοπιστεί απλά το σημείο εστίασης. Από την καθολικότητα που μπορεί να εκφράζεται μέσα από το ρομαντικό έργο τέχνης και τη συνένωση όλων των λογοτεχνικών ειδών στη ρομαντική ποίηση, το ενδιαφέρον έχει στραφεί στην καθολικότητα που υπάρχει πίσω από κάθε τι στον κόσμο και στον τρόπο που αυτό μπορεί να προσεγγιστεί μέσω της ένωσης φιλοσοφίας και τέχνης. Η σύνδεση  αυτών των δύο ήταν, άλλωστε, επιδίωξη που είχε γνωστοποιήσει ήδη από την πρώτη συλλογή και οι Ιδέες προσέφεραν ένα γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη αυτής της σχέσης και της επαφής της με το απόλυτο.

Επί της ουσίας, ο αποσπασματικός χαρακτήρας των συλλογών, η πολυπλοκότητα των εννοιών και των νοημάτων που χρησιμοποιεί ο Σλέγκελ, καθώς και η σταδιακή ανάπτυξη μίας θεωρίας που κινείται μπρος και πίσω στα επιμέρους θραύσματα, δεν τις καθιστά ένα εύκολο ανάγνωσμα. Αντιθέτως, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως «απαιτητικό» και την εκ των πρότερων γνώση του πλαισίου μέσα στο οποίο εντάσσεται τόσο ιστορικά όσο και φιλοσοφικά, «αναγκαία».

Το εισαγωγικό σημείωμα της παρούσας έκδοσης καταφέρνει να διαμορφώσει μία αρκετά καθαρή εικόνα της εποχής στην οποία δημοσιεύτηκαν οι συλλογές, καθώς και των επιδράσεων που δέχθηκε ο Σλέγκελ από παλαιοτέρους και συγχρόνους φιλοσόφους και καλλιτέχνες. Είναι σημαντική η δυνατότητα που παρέχει στον αναγνώστη να εντάξει αυτά τα έργα στο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποία διαμορφώνεται το ρεύμα του πρώιμου ρομαντισμού, και στο οποίο αυτά αντιστοιχούν. Η αναφορά σε καθαυτές τις συλλογές και η ανάπτυξη των βασικών τους θεματικών είναι σχετικά σύντομη, οπότε ίσως δεν διευκολύνει αρκετά την κατανόηση της βασικής διάρθρωσης έργων με τόσο αποσπασματική μορφή και χαρακτήρα. Παρά ταύτα, είναι σημαντικό το γεγονός ότι παρέχει μία γενικότερη εικόνα της συνολικής διανοητικής πορείας και εξέλιξης του Σλέγκελ, από την πρώιμη έως την ύστερη περίοδό του, και της θέσης που κατέχουν οι παρούσες οι συλλογές σε αυτή.

Όσον αφορά την καθαυτή μετάφραση, κατά βάσιν συμβαδίζει με το πρωτότυπο κείμενο, καταφέρνοντας να αναδείξει το συγγραφικό ύφος του φιλοσόφου και μένοντας πιστή στον καυστικό τόνο της κριτικής του, που γίνεται συχνά εμφανής μέσα στα θραύσματα. Ταυτόχρονα, η μετάφραση επιτυγχάνει να ξεπεράσει τον συχνό κίνδυνο της άκαμπτης και ξύλινης μετάφρασης από τα γερμανικά στα ελληνικά, υιοθετώντας μία μετρημένη πλαστικότητα που επιτρέπει την ορθή απόδοση του κειμένου με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες του χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας. Αυτό επιτρέπει τη διατήρηση της ζωντάνιας και της δυναμικής των κειμένων, κάτι το οποίο δεν είναι δεδομένο αν λάβουμε υπόψη την απόσταση των δύο αιώνων που μας χωρίζει από τη συγγραφή τους.

Παρόλο που η ποιότητα της μετάφρασης στο σύνολό της είναι αξιέπαινη, εγείρονται κάποια ερωτήματα σχετικά με τη μετάφραση κάποιων τεχνικών φιλοσοφικών όρων, λόγω της εγγενούς δυσκολίας εύρεσης μιας ενιαίας μεταφραστικής επιλογής, η οποία, με τη σειρά της, ανάγεται στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους, συχνά οι ίδιοι φιλόσοφοι, χρησιμοποιούν τους όρους αυτούς. Η σημαντικότερη από αυτές τις επιλογές, η οποία χρήζει ενδεχομένως επανεξέτασης, αφορά τον πρωτότυπο γερμανικό όρο «Witz», η παρουσία του οποίου εκτείνεται και στις τρεις συλλογές, ο οποίος στην παρούσα μετάφραση αποδίδεται συχνά με τον ελληνικό όρο «πνεύμα». Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις πράγματι συναντάται ως «πνευματώδες», όπως στο θραύσμα 9 των Θραυσμάτων κριτικής του Lyceum («Το πνευματώδες είναι είτε το απόλυτο πνεύμα κοινωνικότητας είτε θραύσμα μεγαλοφυΐας») (30), μεταφραστική επιλογή που μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτή – καθώς ο εν λόγω όρος εννοιολογείται επίσης ως «οξυδέρκεια» κατά τον 19ο αιώνα [13] –, η μετάφρασή του ως «πνεύμα» δημιουργεί σύγχυση, καθώς η απόδοση αυτή οδηγεί στην ταύτισή της με το «πνεύμα», το οποίο αντιστοιχεί στο γερμανικό «Geist». Τα περιεχόμενα των δύο λέξεων εφάπτονται μεν, αλλά δεν ταυτίζονται. Ίσως λοιπόν να ήταν προτιμότερο ο όρος «Witz» να μεταφραζόταν ως «ευφυολόγημα» σε αυτές τις περιπτώσεις, κατά την κοινή του σημασία, προς αποφυγή συγχύσεων. Επί παραδείγματι, το θραύσμα 51 της πρώτης συλλογής, που στο πρωτότυπο έργο διατυπώνεται ως «Witz als Werkzeug der Rache ist so schändlich, wie Kunst als Mittel des Sinnenkitzels», [14] στην παρούσα μετάφραση αποδίδεται ως «Το πνεύμα ως εργαλείο για να εκδικείσαι είναι τόσο επαίσχυντο όσο και η τέχνη ως μέσον για να γαργαλάς τις αισθήσεις» (40). [15] Επιπλέον, αποτελεί σημαντικό πρόβλημα το γεγονός ότι στις παρούσες συλλογές εμφανίζεται και ο όρος «Geist», μεταφρασμένος επίσης ως «πνεύμα». Έτσι, καθίσταται αδύνατο για την/τον αναγνώστρια/η να διακρίνει μεταξύ των δύο γερμανικών όρων τη διαφορά χωρίς τον ταυτόχρονο παραλληλισμό με το γερμανικό κείμενο, όπως στο θραύσμα 82 της πρώτης συλλογής όπου «Το πνεύμα είναι φυσική φιλοσοφία» (46) αποδίδει το γερμανικό «Geist ist Naturphilosophie». [16]

Μία ακόμα μεταφραστική δυσκολία που οδηγεί σε παρερμηνεία αφορά τον όρο «Reflexion», ο οποίος εμφανίζεται στο θραύσμα 116 του Athenaeum και έχει αποδοθεί με τον ελληνικό όρο «στοχασμός». Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική απόδοση του χωρίου «Μπορεί επίσης […] διαρκώς να ανυψώνει τον στοχασμό αυτόν και να τον πολλαπλασιάζει, όπως σε μιαν άπειρη σειρά κατόπτρων» (87) προσπαθεί να αποδώσει το γερμανικό «Und doch kann auch sie […] diese Reflexion immer wieder potenzieren und wie in einer endlosen Reihe von Spiegeln vervielfachen». [17] Είναι πιθανό ο μεταφραστής να έλαβε υπόψιν τη μετάφραση του λατινικού όρου από τον Καντ ως «(transzendentale) Überlegung», [18] δηλαδή ως «αναστοχασμό»/«αναλογισμό». Αυτή όμως η χρήση δεν είναι η μόνη. Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η χρήση του όρου από το λεγόμενο ρεύμα του γερμανικού ιδεαλισμού, όπου ο όρος δεν παραπέμπει σε μια υποκειμενική δραστηριότητα αναλογισμού αλλά, περισσότερο, σε μιαν οντολογική και λογική σχέση. [19] Εν προκειμένω, στο εν λόγω χωρίο, ο φιλόσοφος αναφέρεται σε μία μυθιστορηματική τεχνική της εποχής. Με βάση αυτήν την τεχνική, ο συγγραφέας του έργου παρουσιάζεται στον αναγνώστη μέσω ενός λογοτεχνικού ήρωα-αφηγητή, ο οποίος λειτουργεί ως ένα πορτραίτο του πραγματικού συγγραφέα (87). Ταυτόχρονα, ο κόσμος του έργου προβάλλεται μέσα από τον λογοτεχνικό αφηγητή, σαν να ξεδιπλώνεται μέσα στο μυαλό του. Έτσι, και ο περιβάλλων κόσμος του έργου αποτελεί ένα καθρέφτισμα στη σκέψη του (87). [20] Έτσι, με αυτήν την τεχνική πολλαπλασιάζεται διαρκώς αυτό το καθρέφτισμα δημιουργώντας «μιαν άπειρη σειρά κατόπτρων» (87). Ως αποτέλεσμα, η μετάφρασή του με τον όρο «ανάκλαση» θα μπορούσε να αποτυπώσει καλύτερα τη σημασία του.

Αυτές οι αδυναμίες, απότοκο ενδεχομένως του γεγονότος ότι η παρούσα έκδοση αποτελεί το πρώτο μεταφραστικό εγχείρημα ενός αμιγώς φιλοσοφικού έργου από τον Δοντά, δεν μειώνει στο ελάχιστο τη σημασία της στον εμπλουτισμό της ελληνικής βιβλιογραφίας γύρω από τη σκέψη του Σλέγκελ και των πρώιμων ρομαντικών. Μίας θεματικής που σπάνια διανθίζεται με νέες μεταφράσεις στα ελληνικά, η ένταξη αυτής της νέας έκδοσης των συλλογών θραυσμάτων του Σλέγκελ στην υπάρχουσα βιβλιογραφία είναι ιδιαίτερα σημαντική αφού πρόκειται, μάλιστα, για την πρώτη ελληνική έκδοση που παραθέτει τις τρεις συλλογές ολοκληρωμένες, και όχι επιλεγμένα αποσπάσματα από αυτές.

Σημειώσεις

[1] Φραντς Κάφκα: Αφορισμοί. Μετάφραση: Σπύρος Δοντάς. Επιμέλεις: Αιμίλιος Καλιάκατσος (Αθήνα: Στιγμή, 2012).

[2] Καρλ Κραους: Αφορισμοί. Μετάφραση: Σπύρος Δοντάς (Αθήνα: Στιγμή, 2008).

[3] Ενδεικτικά, η πιο πρόσφατή του συλλογή αφορισμών είναι: Σπύρος Δοντάς: Κρίσεις κρίσεων. Αφορισμοί, θραύσματα, φάσματα (2008-2021) (Αθήνα: Οδός Πανός, 2022).

[4] Hans Eichner: «Einleitung», στο: Ernst Behler (επιμ.): Kritische-Friedrich-Schlegel-Ausgabe, vol. 2 (München: Schöningh, 1967), σ. XL.

[5] Ό.π., σ. XXXIX.

[6] Peter Firchow: «Einleitung», στο: Friedrich Schlegel: Lucinde and the Fragments (Minneapolis: University Of Minnesota Press, 1971), σ. 15.

[7] Bärbel Frischmann: «The philosophical relevance of romantic poetry», στο: Elizabeth Millan Brusslan & Judith Norman (επιμ.): Brill’s Companion to German Romantic Philosophy (Boston: Brill, 2019), σ. 173-194, σ. 175.

[8] Peter Firchow: «Introduction», ό.π., σ. 13.

[9] Hans Eichner: «Einleitung», ό.π., σ. XLIV.

[10] Hans Eichner: «Einleitung», ό.π., σ. LII.

[11] Raymond Immerwahr: «The Subjectivity or Objectivity of Friedrich Schlegel’s Poetic Irony», στο: The Germanic Review: Literature, Culture, Theory 26, 1951, σ. 173-191, σ. 191.

[12] Hans Eichner: «Einleitung», ό.π., σ. LXXX.

[13] Hans Eichner: «Einleitung», ό.π., σ. XXXVII.

[14] E. Behler (επιμ.): Kritische-Friedrich-Schlegel-Ausgabe, ό.π., σ. 153.

[15] Βλ. ενδεικτικά επίσης τα θραύσματα 16 (31), 59 (41) και 126 (58) στα Θραύσματα κριτικής του περιοδικού Lyceum.

[16] Ernst Behler (επιμ.): Kritische-Friedrich-Schlegel-Ausgabe, ό.π., σ. 157.

[17] Ernst Behler (επιμ.): Kritische-Friedrich-Schlegel-Ausgabe, ό.π., σ. 182.

[18] Immanuel Kant: Kritik der reinen Vernunft (Leipzig: Meiner, 1919), σ. 290.

[19] Georg Wilhelm Friedrich Hegel: Jenaer Kritischen Schriften (I). Differenz des Fichteschen und Schellingschen Systems der Philosophie, Rezensionen, Maximen des Journals der Deutschen Literatur (Hamburg: Meiner, 1979), σ. 19.

[20] Hans Eichner: «Einleitung», ό.π., σ. LXΙI

Σχολιάστε