Edmund Husserl: Για τη Φαινομενολογία της Συνείδησης του Εσωτερικού Χρόνου [Αποσπάσματα από: Zur Phänomenologie des inneren Zeitbewußtseins (1893-1917). Επιμέλεια: Rudolf Boehm. Husserliana X. Den Haag: Nijhoff, 1966; Die Bernauer Manuskripte über das Zeitbewußtsein (1917-1918). Επιμέλεια: Rudolf Bernet & Dieter Lohmar. Husserliana XXXIII. Dordrecht: Kluwer, 2001]. Μετάφραση: Νίκος Σουελτζής. Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2020, 400 σελίδες, 20 ευρώ.
Κρίνει η Φωτεινή Βασιλείου (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Ο φιλόσοφος Τζον Φίντλεϋ, μεταφραστής στα αγγλικά των Λογικών Ερευνών, του ιδρυτικού για τη φαινομενολογική φιλοσοφία έργου του Έντμουντ Χούσερλ, έχει δηλώσει με ενθουσιασμό πως οι χουσερλιανές αναλύσεις για τη συνείδηση του χρόνου αποτελούν ένα από τα καλύτερα δείγματα έρευνας στην ιστορία της φιλοσοφίας· του επιπέδου, μάλιστα, του Τέταρτου και του Έκτου Βιβλίου των Φυσικών του Αριστοτέλη, του Δέκατου Βιβλίου των Εξομολογήσεων του Αυγουστίνου, και της Κριτικής του Καθαρού Λόγου του Καντ. [1] Έχουμε τη χαρά, αυτές τις εξόχως σημαντικές αναλύσεις να τις διαθέτουμε πλέον στην ελληνική μετάφρασή τους από τον Νίκο Σουελτζή, σε μια άψογη έκδοση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Ο Σουελτζής εργάζεται ερευνητικά στην περιοχή της χουσερλιανής φαινομενολογίας του χρόνου και τόσο το έργο της μετάφρασης όσο και η αναλυτικότατη Εισαγωγή φανερώνουν τη στενή ενασχόλησή του με τα σχετικά κείμενα.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η εκτενής Εισαγωγή (13-84), πρώτα απ’ όλα, παραθέτει ανάγλυφα τα πολύ χρήσιμα πραγματολογικά στοιχεία γύρω από τη παραγωγή των μεταφρασμένων κειμένων και την μάλλον άδοξη πρώτη έκδοση τμήματός τους υπό την επιμέλεια του Μάρτιν Χάιντεγκερ. Στη συνέχεια, στο μεγαλύτερο μέρος της, προχωρά σε μια πλούσια και απολύτως κατατοπιστική παρουσίαση της θεωρίας του Χούσερλ για τον χρόνο. Αυτή την όμορφη παρουσίαση, οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες δεν πρέπει να την προσπεράσουν, καθώς παρέχει όλα τα εφόδια για την κατανόηση των ακόλουθων απαιτητικών χουσερλιανών αναλύσεων.
Στη φαινομενολογική φιλοσοφία του, ο Χούσερλ επιχειρεί να φωτίσει τη συνείδηση στις ποικίλες μορφές της και τα διαφορετικά επίπεδα εκδήλωσής της και λειτουργίας της. Αρχικά το ενδιαφέρον του στράφηκε στα ενεργήματα ανώτερης τάξης, ειδικότερα στην αποσαφήνιση της μαθηματικής συνείδησης (στο τι συμβαίνει όταν συλλαμβάνουμε αριθμούς [2]) και της ορθής σκέψης (στο τι συμβαίνει όταν σκεφτόμαστε χωρίς λογικά σφάλματα [3]). Γρήγορα, όμως, συνειδητοποίησε την ανάγκη για διεξοδική πραγμάτευση βασικότερων συνειδησιακών δομών. Έτσι, κατά το χειμερινό εξάμηνο της χρονιάς 1904–05, ο ίδιος έδωσε μια σειρά διαλέξεων στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν υπό τον τίτλο «Βασικά Τμήματα από τη Φαινομενολογία και τη Θεωρία της Γνώσης». Το πρώτο μέρος αυτών των διαλέξεων ήταν αφιερωμένο στο ενέργημα της αντίληψης, το δεύτερο στην προσοχή, και το τρίτο στη φαντασία και τη συνείδηση εικόνων. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος, ο Χούσερλ προχώρησε στη συστηματική πραγμάτευση του πιο σημαντικού και πιο δύσκολου (κατά δική του ομολογία [4]) όλων των φιλοσοφικών προβλημάτων, αυτό του χρόνου. Έκτοτε, η φαινομενολογία του χρόνου έμελλε να αποτελεί το πλέον κεντρικό ζήτημα, όχι μόνο για την κατανόηση του συνόλου των αποβλεπτικών συνειδησιακών συνθέσεων, αλλά και για την προσπάθεια αποκρυπτογράφησης της ίδιας της φύσης της συνείδησης.
Στο Πρώτο Μέρος του Τμήματος Α’ της ελληνικής μετάφρασης (85-236) περιλαμβάνονται τα, μετέπειτα περισσότερο επεξεργασμένα, κείμενα των χουσερλιανών διαλέξεων για τον χρόνο από το 1905. Πρόκειται για το υλικό που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1928 στο ΙΧ τεύχος του περιοδικού Jahrbuch für Philosophie und phänomenologische Forschung. Στο Δεύτερο Μέρος του Τμήματος Α’, ο Σουελτζής έχει επιμελώς επιλέξει να μεταφράσει δεκατρία Παραρτήματα (237-311) που αποτελούν συμπληρωματικές σημειώσεις του Χούσερλ από την ίδια περίοδο. Συνολικά, το Τμήμα Α’ καλύπτει το πρώτο και βασικό κομμάτι του τόμου Husserliana X (σ. 1-134). Το κομμάτι αυτού του τόμου που μένει αμετάφραστο (σ. 135-382) περιέχει λιγότερο επεξεργασμένα κείμενα του Χούσερλ της περιόδου 1893-1911. Τέλος, σε μια πολύ εύστοχη και ζυγισμένη κίνηση, στο Τμήμα Β’ του βιβλίου (313-387), ο Σουελτζής έχει προχωρήσει στη μετάφραση ενός μέρους μεταγενέστερων σημειώσεων, τις οποίες ο Χούσερλ συνέγραψε τη χρονιά 1917–18 κατά την παραμονή του στον Μέλανα Δρυμό. Το κέρδος μας από την κίνηση αυτή είναι μεγάλο. Μας δίνει την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε από κοντά ένα κομβικό στιγμιότυπο της εξέλιξης της σκέψης του Χούσερλ, στην προσπάθειά του να καλύψει το θεωρητικό έλλειμα των προηγούμενων αναλύσεών του, οι οποίες έμεναν μονομερώς εστιασμένες στη συνείδηση της παρελθοντικής φάσης της χρονικότητας.
Το κεντρικό ερώτημα που ταλανίζει τη σκέψη όσων έρχονται αντιμέτωποι με το ζήτημα του χρόνου είναι το πώς γίνεται να έχουμε εμπειρία ενιαίων χρονικών αντικειμένων με τις μεταβολές τους και τη συνέχειά τους. Πώς, για παράδειγμα, είναι δυνατή η εμπειρία μιας μελωδίας; Εάν δεχτούμε ότι στο εκάστοτε παροντικό νυν διαθέτουμε μια στιγμιαία αντιληπτική παράσταση του αντικειμένου, μια ενική νότα, μήπως, τότε, το χρονικό αντικείμενο συντίθεται ως μια συνεχόμενη ακολουθία από στιγμιαίες ενικές παραστάσεις; Αλλά εάν ήταν έτσι, δεν θα είχαμε ποτέ εμπειρία ενός διαρκούντος αντικειμένου, παρά εμπειρία νέων παραστάσεων, με τη μια να διαδέχεται την άλλη. Ο δάσκαλος του Χούσερλ, ο Φραντς Μπρεντάνο, επιχείρησε να χειριστεί αυτό το πρόβλημα με τη θεωρία του για την προτεραίσθηση. Υποστήριζε ότι η εκάστοτε τρέχουσα αντιληπτική παράσταση συνείρει από τον χώρο της μνήμης παραστάσεις που μόλις έχουν προηγηθεί και πως η δημιουργική φαντασία τροποποιεί αυτές τις παραστάσεις προσδίδοντάς τους τον χαρακτήρα του παρελθόντος. Ο Χούσερλ, ωστόσο, δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ο συνδυασμός της αντίληψης, της μνήμης και της επιστημικώς διαφορετικής φαντασίας εξηγεί τη χρονική συνέχεια. Η πρόταση του Μπρεντάνο στην πραγματικότητα μιλά για μια εποπτεία του παρόντος και του παρελθόντος σε ταυτοχρονία και όχι για την εποπτεία της χρονικής διαδοχής.
Ο Χούσερλ θα συνταχθεί, σε αυτό το σημείο, με διανοητές του καιρού του, οι οποίοι έκαναν λόγο για ένα «ευρύχωρο» παρόν, του οποίου τα περιεχόμενα απλά διαρκούν· δεν βρίσκονται, σύμφωνα με την περιγραφή του Ουίλιαμ Τζέημς, στην κόψη ενός μαχαιριού, αλλά στο διάσελο ενός σάγματος που απλώνεται προς δύο κατευθύνσεις. Επίσης, θα επιμείνει στο ότι η δοτικότητα, σε κάθε παροντικό νυν, του μόλις-πριν-παρελθόντος και του αμέσως-επικείμενου-μέλλοντος είναι υπόθεση μιας αντιληπτικής εποπτείας, χωρίς τη συνδρομή της μνήμης ή της φαντασίας. Είναι φυσικό, η σκέψη μας, έναντι μιας τέτοιας προσέγγισης, να δοκιμάζεται. Ο ίδιος ο Χούσερλ σημειώνει χαρακτηριστικά: «‹αντιληπτικά δοσμένο παρελθόν› [και, αντίστοιχα, «μέλλον»], δεν ακούγεται αυτό σαν το ‹ξύλινο σίδερο›»; [5]
Ωστόσο, αυτή η εκ πρώτης όψεως σχεδόν αντιφατική ιδέα συνιστά τον πυρήνα γύρω από τον οποίο υφαίνεται με μαεστρία η χουσερλιανή φαινομενολογία του χρόνου. Βέβαια, το πρόβλημα της εμπειρίας της χρονικής διαδοχής και χρονικής διάρκειας δεν έχει λυθεί ακόμα. Ο Χούσερλ θα χρειαστεί να αντιταχθεί στην προσέγγιση, παραδειγματικός υποστηρικτής της οποίας υπήρξε ο Αλέξιους Μάινονγκ, σύμφωνα με την οποία η συνείδηση ενός χρονικού αντικειμένου είναι ένα στιγμιακό ενέργημα επίγνωσης της διάρκειας, στη βάση μιας ακαριαίας συνθετικής συνομάδωσης/συμπερίληψης των επιμέρους διαδοχικών παραστάσεων. Στο σημείο αυτό, ο Χούσερλ θα συνταχθεί με τον Ουίλιαμ Στερν και την ιδέα περί μιας χρονικά εκτεταμένης βίωσης του παρόντος, και θα υποστηρίξει ότι είναι αδύνατο να δοθούν στη συνείδηση αμετάβλητα ή μεταβλητά χρονικά αντικείμενα, εάν τα ίδια τα ενεργήματα δεν είναι, στο εκάστοτε παρόν, τρόπον τινά, «διογκωμένα».
Στη θεωρία του ο Χούσερλ μιλά, λοιπόν, για ένα παρόν που είναι ζωντανό (π.χ. 167), ένα παρόν του οποίου τα οργανικά μέρη πάλλονται. Σε κάθε φάση της συνείδησης συμπλέκονται σε ένα ενιαίο όλον τρεις δομικές στιγμές, τις οποίες μόνο αφαιρετικά μπορούμε να συλλάβουμε: η πρωταρχική εντύπωση, η ανακράτηση, και η προκράτηση. Η πρώτη είναι η συνείδηση της τώρα-φάσης του (χρονικού) αντικειμένου, η δεύτερη συγκρατεί τη συνείδηση του αντικειμένου που μόλις έχει δοθεί, και η τρίτη τείνει προς τη συνείδηση της επερχόμενης φάσης αυτού του τελευταίου. Η ανακρατητική διατήρηση στο ζωντανό παρόν αυτού που μόλις έχει υπάρξει και η προκρατητική υποδοχή του επερχόμενου δεν είναι ξεχωριστά, αυτόνομα ενεργήματα, ούτε συνιστούν αναπαρουσιάσεις, παρά είναι παροντοποιητικές αποβλέψεις του απόντος. Ξεχωριστά, αυτόνομα αναπαρουσιαστικά ενεργήματα είναι, αντίθετα, η ανάμνηση αυτού που έχει απομακρυνθεί στο παρελθόν και η προβλεπτική αναμονή αυτού που περιμένουμε στο μέλλον.
Ο προσδιορισμός των οριζουσών του ρεύματος των ζωντανών παρόντων, με τις συνεχόμενα ανανεούμενες προκρατήσεις και ανακρατήσεις τους, είναι για τον Χούσερλ το κλειδί για την αποσαφήνιση της συγκρότησης της χρονικότητας. Εδώ απαιτείται προσοχή. Αυτό το ρεύμα, καθώς και οι εσωτερικές διαστάσεις του ζωντανού παρόντος (το τρίπτυχο ανακράτηση−πρωταρχική εντύπωση−προκράτηση), δεν είναι τα ίδια κάτι χρονικό. Ο Χούσερλ οδηγεί τη ματιά μας στο επίπεδο της συγκροτούσας χρονο-συνείδησης, η οποία δεν δίνεται η ίδια στον χρόνο. Κάτι τέτοιο θα μας οδηγούσε σε άπειρη αναδρομή: θα είχαμε να κάνουμε με άλλη μια χρονική δοτικότητα που απαιτεί τη δική της συγκρότηση. Αυτό που, αντίθετα, επιχειρείται είναι η πραγμάτευση της θεμελιακά αυτο-χρονοποιητικής διάστασης της απόλυτης ροής της συνείδησης, ως καταγωγικής πηγής συγκρότησης και ως προϋπόθεσης της διάκρισης ανάμεσα στο εμμενές και το υπερβατικό, ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Σε αυτό το έσχατο επίπεδο, δεν έχει νόημα να κάνουμε λόγο για συγκροτημένες ενότητες, για διάρκεια, για ταυτοχρονία, για διαδοχή, για αργά ή γρήγορα, κ.λπ.
Η φαινομενολογία συναντά τα όριά της: για την περιγραφή της απόλυτης συνειδησιακής ροής «μάς λείπουν τα ονόματα» (199). Είναι εκεί, όμως, που ο Χούσερλ εντοπίζει τους έσχατους μορφικούς όρους για τη συγκρότηση (α) του χρόνου της εσωτερικής βιωματικής ζωής, τον οποίο ο ίδιος αποκαλεί εσωτερικό ή προ-εμπειρικό και αφορά τη βίωση των ενεργημάτων μας, των δεδομένων της αίσθησης, των θυμικών/συγκινησιακών αισθημάτων και των ορμών, και (β) του αντικειμενικού ή εμπειρικού χρόνου με τη συνήθη σημασία, ο οποίος είναι μετρήσιμος και έχει χαρακτήρα δημόσιο και επαληθεύσιμο.
Στη διάρκεια της ζωής του, ο Χούσερλ επανήλθε αρκετές φορές στο ζήτημα του χρόνου για να διαλευκάνει τις ακανθώδεις, σκοτεινές πτυχές της συγκρότησης και της μεταφυσικής του, γνωρίζοντας ταυτόχρονα την αξεπέραστη δυσκολία μιας οριστικής απάντησης. Αλλά, όπως γράφει ο ίδιος σε ένα σημείο των διαλέξεών του: «Αυτό που έχει σημασία για μένα εδώ είναι μόνο να ανασηκώσω λίγο το πέπλο από τον έως τώρα κρυμμένο και τόσο πλούσιο σε μυστήριο κόσμο της χρονο-συνείδησης». [6] Όπως εύκολα θα διαπιστώσουν οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες, αυτό το αμυδρό ανασήκωμα του πέπλου δεν είναι διόλου αμελητέο.
Στο υπόλοιπο του παρόντος κειμένου θα σταθούμε σε κάποιες μεταφραστικές παρατηρήσεις. Σε καμία περίπτωση αυτές δεν μετριάζουν το σημαντικό έργο που με πολύ μεγάλη επιμέλεια και επιτυχία έφερε σε πέρας ο μεταφραστής. Διατυπώνονται απλώς ορισμένες προτάσεις για εναλλακτικές αποδόσεις όρων, για τις οποίες υπάρχει η ελπίδα ότι μπορεί να φωτίσουν και διαφορετικά το νόημα ορισμένων σημαντικών σημείων αυτού του πράγματι πολύ δύσκολου κειμένου.
Ο όρος Idealisierung θα ήταν ορθότερο να αποδοθεί ως «εξιδανίκευση» (ξεχωριστή αφαιρετική διαδικασία μέσω της οποίας συγκροτούνται ειδικώς τα ακριβολογικά επιστημονικά αντικείμενα) και όχι ως «ιδεοποίηση» (κάτι για το οποίο ο Χούσερλ επιφυλάσσει τον όρο Ideation). Όταν, λοιπόν, ο Χούσερλ μιλά για «idealisierenden Fiktionen» εννοεί «εξιδανικευτικά επινοήματα» και όχι «ιδεοποιητικές […] επινοήσεις» (217). Έτσι, δεν ανταποκρίνεται κατάλληλα εδώ και η έκφραση «μυθοπλαστικές επινοήσεις» (όπ.π., η έμφαση προστέθηκε). Μαθηματικές εξιδανικεύσεις, όπως τα μαθηματικά σημεία, δεν είναι πλάσματα της φαντασίας με τον τρόπο που είναι, για παράδειγμα, ο Κένταυρος.
Ο όρος Imagination είναι χρήσιμο να διακριθεί μεταφραστικά από τον όρο Phantasie. Ο πρώιμος Χούσερλ χρησιμοποιεί τον πρώτο όρο με μια πιο ευρεία έννοια, ως την ικανότητα του νου να σχηματίζει εικόνες. Θα μπορούσαμε να τον αποδώσουμε «εικονοποιητική ικανότητα». Μια από τις εξειδικεύσεις της εικονοποιητικής ικανότητας (Imagination) είναι η φαντασία (Phantasie), ως άμεση αναπαρουσίαση υπαρκτών ή μη-υπαρκτών πραγμάτων. Μια άλλη εξειδίκευση είναι η εικονιστική συνείδηση (Bildbewußtsein), δηλαδή η έμμεση, στηριγμένη πάντα στην αντίληψη, αναπαρουσίαση υπαρκτών ή μη-υπαρκτών πραγμάτων. Αν δεν κρατήσουμε διακριτές: τη γενικότερη εικονοποιητική ικανότητα και την ειδικότερη φαντασία, το Παράρτημα ΙΙ (242–247) θα παρουσιάσει προβλήματα. Στο πρώτο μέρος του Παραρτήματος ΙΙ, ο Χούσερλ ξεκαθαρίζει ότι η φαντασία (Phantasie) δεν μπορεί να ταυτίζεται με την αναπαρουσίαση γενικώς. Η μνήμη, για παράδειγμα, είναι αναπαρουσιαστικό ενέργημα, αλλά διαφέρει ριζικά από τη φαντασία (βλ. την έμφαση που δίνεται επ’ αυτού στην § 23.) Επίσης, ξεκαθαρίζει ότι η φαντασιακή λειτουργία ενέχεται στην εικονιστική συνείδηση, πιο συγκεκριμένα, στη σχηματοποίηση της φαντασιακής εμφάνισης του εικονιζόμενου. Στη συνέχεια, η συζήτηση μετατοπίζεται από τη φαντασία, και τη συμμετοχή της στο συμβολικό ενέργημα της εικονιστικής συνείδησης (Bildbewußtsein), στην ευρύτερη διάκριση μεταξύ εντυπωτικής ικανότητας (Impression) και εικονοποιητικής ικανότητας (Imagination). Αυτή η δεύτερη αφορά όχι μόνο ενεργήματα φαντασίας, αλλά γενικότερα αναπαρουσιαστικά ενεργήματα. Όταν, λοιπόν, ο Χούσερλ επισημαίνει ότι η διάκριση ανάμεσα σε εντύπωση (Impression) και Imagination βρίσκεται πίσω από τη διάκριση ανάμεσα σε παροντοποίηση (Gegenwärtigung) και αναπαρουσίαση (Vergegenwärtigung), δεν πρέπει να εννοήσουμε ότι το επίμαχο ενέργημα είναι η στενότερη φαντασία (Phantasie). Αναπαρουσιάσεις έχουμε όχι μόνο στη φαντασία, αλλά και στη μνήμη, τη συνείδηση εικόνων, κ.λπ.
Χρήσιμο, επίσης, είναι να διευκρινιστεί ότι ο όρος Objekt χρησιμοποιείται από τον Χούσερλ για να ονομάσει γενικώς ένα σύστοιχο της συνείδησης, είτε εμμενές είτε υπερβατικό. Ο όρος Gegenstand, όμως, χρησιμοποιείται για να ονομάσει, πιο συγκεκριμένα, το σύστοιχο της εξωτερικής αντίληψης. Αυτό φαίνεται καθαρά, για παράδειγμα, στη σελίδα 200. Εκεί ο Χούσερλ σημειώνει χαρακτηριστικά πως μιλά για το υπερβατικό αντικείμενο (Gegenstand) «όταν το πρωταρχικό περιεχόμενο [της συνείδησης] δεν είναι ένα εμμενές αντικείμενο [Objekt]» [και όχι, όπως μεταφράζεται, «όταν το εμμενές αντικείμενο [Objekt] δεν είναι ένα πρωταρχικό περιεχόμενο» (200)]. Αυτό που εννοεί εδώ ο Χούσερλ είναι ότι στρεφόμαστε προς το σύνηθες αντικείμενο, π.χ., της αντίληψης (Gegenstand), στο βαθμό που δεν αντικειμενοποιούμε ως εμμενή αντικείμενα (Objekte) τα δεδομένα της αίσθησης. Επίσης, από τη στιγμή που στο συγκεκριμένο πλαίσιο έχουμε αυτή τη σημαντική διαφορά ανάμεσα στο Gegenstand (το υπερβατικό) και το Objekt (το εμμενές), θα ήταν καλό να αποφευχθεί η χρήση του όρου «αντικείμενο» λίγες γραμμές παρακάτω για τη μετάφραση του Individuellem ως «ατομικού αντικειμένου» (200), του Zeitlichen ως «χρονικού αντικειμένου» (201) και του Nicht-Zeitlichem ως «μη-χρονικού αντικειμένου» (201). Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ο περισσότερο ουδέτερος όρος «στοιχείο» ή περίφραση του τύπου «κάτι χρονικού». Επιπλέον, ο όρος Gegenständlichkeit, ο οποίος μεταφράζεται στο κείμενο ως «αντικειμενικότητα», καλό είναι να διακριθεί από τη συνήθη σημασία της «αντικειμενικότητας», δηλαδή, αυτού που ισχύει για όλους, που έχει ισχύ ανεξάρτητα από το υποκείμενο. Μπορεί εδώ να χρησιμοποιηθεί το «αντικειμενότητα» (κάτι τύπου αντικειμένου) και να διευκρινιστεί ότι ο Χούσερλ με αυτόν τον όρο (Gegenständlichkeit) αναφέρεται, όχι μόνο στα αντικείμενα με τη στενή έννοια, π.χ., το βιβλίο ή το μήλο, αλλά ευρύτερα στα σύστοιχα αντικείμενα όλων των αποβλεπτικών ενεργημάτων. [7] Τέτοια «αντικείμενα» μπορεί να είναι: οι καταστάσεις πραγμάτων, μη-αυτόνομες εμπράγματες (reale) αλλά και κατηγοριακές μορφές, κ.λπ. (όχι μόνο, για παράδειγμα, το βιβλίο ή το μήλο, αλλά και «το μήλο που είναι κόκκινο», μια μαθηματική αλήθεια, η κοκκινότητα, ο Κένταυρος, κ.λπ.). Ο δε όρος Objektivität χρησιμοποιείται, από τον Χούσερλ, αλλού με την έννοια του Gegenständlichkeit, αλλού με τη συνήθη έννοια της αντικειμενικότητας. Είναι απαραίτητος ένας σχετικός έλεγχος και αυξημένη προσοχή για τις διαφορές που μπορεί να προκύπτουν μέσα στο κείμενο.
Ο όρος Auffassung μεταφράζεται «ερμηνευτική κατάληψη» (βλ. το σκεπτικό στην Εισαγωγή, 81–82). Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη επιλογή, θα έπρεπε και το ρήμα auffassen να μεταφράζεται «καταλαμβάνω ερμηνευτικά» αντί του «ερμηνεύω καταληπτικά». Επίσης, από διάφορα σύνθετα απουσιάζει στη μετάφραση ο προσδιορισμός «ερμηνευτικός/ή/ό» και μοιάζει, έτσι, η αρχική επιλογή να μην καλύπτει όλο το εύρος της σκόπευσής της. Για παράδειγμα, το Auffassungsinhalt μεταφράζεται «καταληπτικό περιεχόμενο» (ενδεικτικά 91, 157, 328), το Auffassungsakt «καταληπτικό ενέργημα» (115, 279, 280), το Auffassungsform «καταληπτική μορφή» (116, 117), το Auffassungskontinuen «συνεχή των καταλήψεων» (139), το Auffassungskontinuität «συνέχεια καταλήψεων» (140), το Auffassungskonstitution, «καταληπτική συγκρότηση» (145), το Auffassungsdaten «καταληπτικά δεδομένα» (181, 223, 328), το Auffassungsgrundlage «καταληπτικό θεμέλιο» (186), το Auffassungsstrahle «καταληπτικών ακτίνων» (250). Δημιουργείται, τέλος, μια σχετική ένταση από τη στιγμή που ο νοηματικά ισοδύναμος όρος Apperzeption μεταφράζεται «κατάληψη». Αφενός, παρά τη νοηματική ισοδυναμία, θα χρειαζόταν να διακριθεί από τον όρο Auffassung. Αφετέρου, αναρωτιέται κανείς γιατί, παρά την ισοδυναμία, δεν μεταφράζεται κι αυτός ως «ερμηνευτική κατάληψη».
Ο όρος Deckung μεταφράζεται ως «επικάλυψη» και το sich decken ως «επικαλύπτομαι». Πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντική έννοια της χουσερλιανής φιλοσοφίας. Στα ελληνικά, όμως, υπάρχει μια σχετική δυσκολία με τη χρήση του αμετάβατου «επικαλύπτομαι» και πιθανά στις εμφανίσεις του μέσα στο κείμενο να παρερμηνεύεται η σημασία του. Για παράδειγμα, ο τίτλος της § 23 είναι: «Επικάλυψη του αναπαραχθέντος τώρα[παρόντος] με ένα παρελθόν». Δεν θα ήταν σωστό να καταλάβουμε εδώ (και, αντίστοιχα, σε όλες τις άλλες εμφανίσεις) ότι το παρελθόν είναι μια στρώση που καλύπτει το αναπαραχθέν τώρα. Αυτό που εννοείται είναι πως το αναπαραχθέν τώρα και το παρελθόν με μια έννοια συμπίπτουν. Το «σύμπτωση» για το Deckung και το «συμπίπτω» για το sich decken μοιάζουν προτιμότερα. Μεταφέρουν αυτό που εννοεί ο Χούσερλ χωρίς κίνδυνο παρανοήσεων και με αποφυγή κάποιων μάλλον δύσπεπτων εκφράσεων όπως «η ροή […] επικαλύπτεται αποβλεπτικά με τον εαυτό της» (211) ή «Αυτό που αρχικά επικαλύπτεται με τον εαυτό του και στη συνέχεια σχεδόν επικαλύπτεται, διαφοροποιείται όλο και περισσότερο» (218). Τον όρο «επικάλυψη» μπορούμε να τον κρατήσουμε για το Überschiebung και με την διάκρισή του από το Deckung (ως «σύμπτωση») να βοηθούμε στον χειρισμό χωρίων του χουσερλιανού έργου στα οποία οι εν λόγω όροι εμφανίζονται μαζί. [8]
Το bewusst ist μεταφράζεται στις περισσότερες περιπτώσεις «σκοπεύεται από τη συνείδηση» (βλ. ενδεικτικά 224, 262, 331). Αυτό αφήνει ανοιχτό τον δρόμο για πιθανές παρερμηνείες και αντιφάσεις. Ο Χούσερλ κάνει ρητό πως κάθε ενέργημα είναι συνειδητό, είναι εμμενώς «αντιληπτό» στην εσωτερική συνείδηση (βλ., π.χ., 294). Τι ακριβώς σημαίνει, όμως, το να γίνεται ένα ενέργημα εμμενώς «αντιληπτό»; Ο Χούσερλ ξεκαθαρίζει πως «αντιλαμβάνομαι δεν σημαίνει εδώ ‹είμαι-στραμμένος-σε-κάτι-και-το-σκοπεύω› ή το ‹συλλαμβάνω›» (295· μτφ. τροποποιημένη, έμφαση δική μου). Ο ίδιος γνωρίζει καλά από τον Μπρεντάνο (και τον σχετικό προβληματισμό του τελευταίου, με την σαφώς αριστοτελική αφετηρία), πως πρέπει να αποφύγει εδώ τον κίνδυνο της άπειρης αναδρομής. Όταν, λοιπόν, παρακάτω ο Χούσερλ θεματοποιεί το «‹αντικειμενοποιητικό› σκοπεύειν, με την ειδική έννοια» (299), μιλά για την εσωτερική αντίληψη με την έννοια του (εσωτερικού) αναστοχασμού, δηλαδή για την αντικειμενοποιητική στροφή προς κάποιο συνειδησιακό περιεχόμενο που αποτελεί το αντικείμενο της σκόπευσής μου. Αυτός ο (εσωτερικός) αναστοχασμός με την ειδική, αντικειμενοποιητική έννοια στηρίζεται στη μη-αντικειμενοποιητική εσωτερική συνείδηση, η οποία δεν συνιστά ήδη «σκόπευση» του εν λόγω περιεχομένου. Δημιουργείται, λοιπόν, ζήτημα (ακόμα και αντίφαση) αν πούμε ότι «[η ειδική στροφή και αντικειμενοποιητική εννόηση έχει] τον χαρακτήρα του ‹εσωτερικού αναστοχασμού›, της ‹εσωτερικής αντίληψης› ως οντοθετικής σκόπευσης στη βάση αυτού που ‹σκοπεύεται εσωτερικά από τη συνείδηση› [des «‹innerlich Bewußten›»] (299). Δεν πρόκειται εδώ για δύο ενεργήματα σκόπευσης (δηλαδή, για δύο αντικειμενοποιητικά ενεργήματα) που δομούνται το ένα στη βάση του άλλου. Έχουμε ένα αναστοχαστικό ενέργημα που στρέφεται προς την ίδια τη συνειδησιακή κατοχή και όχι προς κάποια άλλη, υποκείμενη αποβλεπτική σκόπευση. Το εν λόγω χωρίο θα έλεγε τότε: «[η ειδική στροφή και αντικειμενοποιητική εννόηση έχει] τον χαρακτήρα του ‹εσωτερικού αναστοχασμού›, της ‹εσωτερικής αντίληψης› ως οντοθετικής σκόπευσης [Meinung] στη βάση αυτού που είναι [ήδη] ‹εσωτερικά συνειδητό›». Το ζήτημα αυτό με τη μετάφραση του bewusst ist ανακύπτει σε αρκετά σημεία. Διαβάζουμε: «μια συνέχεια παρελθόντων, τα οποία σκοπεύονται τώρα από τη συνείδηση μέσω ανακρατήσεων [in Retentionen jetzt bewußt]» (199). Ωστόσο, ο Χούσερλ τονίζει ότι «η ανακρατητική φάση καθιστά συνειδητή την προηγούμενη, δίχως να τη μετατρέπει σε αντικείμενο» (279). Άρα στην προηγούμενη πρόταση της ίδιας σελίδας θα διαβάζαμε τώρα: «και μια συνέχεια παρελθόντων των οποίων έχουμε συνείδηση στις ανακρατήσεις».
Ειδικό χειρισμό χρειάζεται και η μετάφραση των όρων Ähnlichkeit και Gleichheit. Γενικώς μεταφράζονται και τα δύο ως «ομοιότητα», ενώ θα ήταν ορθότερο να κρατηθούν διακριτά. Στη σελίδα 116, όπου και εμφανίζονται κοντά οι δύο όροι, το Ähnlichkeit μεταφράζεται «ομοιότητα» και το Gleichheit «ισότητα», αλλά λίγες γραμμές παρακάτω το Gleichheit μεταφράζεται και πάλι ως «ομοιότητα». Η διαχείριση αυτών των δύο όρων είναι πραγματικά δύσκολη, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ζήτημα συνέπειας και ανακρίβειας στην απόδοσή τους. Για παράδειγμα, στο ακόλουθο χωρίο από τη σελίδα 153 το Ähnliche μεταφράζεται «όμοιο» και το Ähnlichkeit «ομοιότητα», αλλά ταυτόχρονα το ungleich «ανόμοιο». Το Gleichheit μεταφράζεται «ισομορφία», αλλά και «ομοιότητα» (στο σύνθετο Gleichheitsanschauung), και ταυτόχρονα το Gleiche μεταφράζεται «ίδιο». Ο όρος Gleichheit δηλώνει την πλήρη σύμπτωση μεταξύ δύο στοιχείων (όταν έχουμε, για παράδειγμα, δύο ακριβώς ίδιες αποχρώσεις του κόκκινου), ενώ ο όρος Ähnlichkeit δηλώνει μερική σύμπτωση (όταν, π.χ., έχουμε κοντινές αποχρώσεις του κόκκινου). Προτείνω να μεταφράζουμε το Gleichheit «ομοιότητα» και το Ähnlichkeit «παρομοιότητα». Ωστόσο, ειδικά στη σελίδα 216, το Gleichheit ας μεταφραστεί «ομοιομορφία» ή «ομοιογένεια» και όχι «ομοιότητα».
Η έννοια της Fundierung («στήριξη») έχει ιδιαίτερη θέση στη χουσερλιανή ορολογία και είναι κάτι διακριτό από τη Begründung («θεμελίωση»). Όταν μιλάμε για «στήριξη» εννοούμε πάντα σχέσεις (μονόπλευρης ή αμοιβαίας) φαινομενολογικής εξάρτησης μεταξύ διαφόρων ειδών στοιχείων και όχι «θεμελίωση» όπως την κατανοούμε στο πλαίσιο θεμελιοκρατικών θεωριών (π.χ. καρτεσιανά, ως δυνατότητα λογικής παραγωγής γνώσης από συγκεκριμένη ομάδα αρχών). Με αυτή την έννοια, δημιουργείται απώλεια στοιχείου της φαινομενολογικής θεωρίας αν πούμε: «το αντικείμενο της αντίληψης (το οποίο πρέπει να περιγράψουμε με εναργείς κρίσεις που θεμελιώνονται [fundierten] στην αντίληψη)» (223). Περισσότερο κατάλληλο από το «θεμελιώνονται» θα ήταν εδώ το «στηρίζονται»: «το αντικείμενο της αντίληψης (το οποίο πρέπει να περιγράψουμε με εναργείς κρίσεις που στηρίζονται [fundierten] στην αντίληψη)». Βλ., αντίστοιχα, και στις σελίδες 90, 91, 195, 216. Για τον ίδιο λόγο, το Unterlage στη σελίδα 278 είναι καλύτερο να μεταφραστεί «υπόστρωμα» και όχι «θεμέλιο».
Το επίθετο deutlich/e/es δεν αποδίδεται συστηματικά ως «διακριτός» – π.χ., το deutlicher αποδίδεται ως «με μεγαλύτερη σαφήνεια» (158), το deutlichsten Sehen ως «καθαρότερου οράν» (284), ή το Deutlichkeit ως «σαφήνεια» (124) – και δεν διαφοροποιείται από το klar/e/es, το οποίο μεταφράζεται ως «καθαρός/ή/ό» αν και το αντίθετό του, unklar/e/es, μεταφράζεται ως «ασαφής/ές». Θα ήταν πιο εύλογο και σύμφωνο με την μεταφραστική ιστορία των όρων να μεταφραστεί το klar/e/es ως «σαφής/ές», το Klarheit ως «σαφήνεια», τα δε αντίθετά τους unklar/e/es ως «ασαφής», Unklarheit ως «ασάφεια», ενώ το deutlich/e/es να μεταφραστεί σταθερά ως «διακριτός/ή/ό», το Deutlichkeit ως «διακριτότητα» και τα αντίθετά τους undeutlich/e/es ως «συγκεχυμένος/η/ο». Με αυτόν τον τρόπο, αφενός επιτυγχάνεται συνέπεια, αφετέρου διατηρούνται ξεχωριστά οι διαφορετικές σημασίες της σαφήνειας και της διακριτότητας (που τόσο σημαντικό ρόλο έχουν παίξει στη νεότερη φιλοσοφία και εφεξής). Επιπλέον, το επίθετο «καθαρός/ή/ό» με διακριτό τρόπο και με μια εντελώς διαφορετική σημασία μπορεί να μεταφράζει μάλλον αποκλειστικά το rein/e/es.
Για το επίθετο primär/e/es επιλέχθηκε η μετάφραση «πρωταρχικός/ή/ό», ενώ έτσι αποδίδονται και τα primordial, ursprünglich, και primitive. Ωστόσο, όταν ο Χούσερλ μιλά για πρωταρχικότητα, εννοεί πολύ συγκεκριμένα τις πρωτο-συγκροτήσεις στο ζωντανό παρόν και τις αντιληπτικές συγκροτήσεις, στη βάση των οποίων αρθρώνεται κάθε άλλο ενέργημα. Θα ήταν κοντύτερα στο πνεύμα των αναλύσεων του Χούσερλ να συνδέσει κανείς μεταφραστικά την πρωταρχικότητα με τα: primordial και ursprünglich. Το δε primär/e/es σημαίνει «πρωτεύων/ουσα/ον» και (κατά βάση) αντιδιαστέλλεται προς το sekundär/e/es, το «δευτερεύων/ουσα/ον». Τώρα, ανάλογα με το πλαίσιο, έχει τη σημασία είτε αυτού που προηγείται είτε του κύριου, του μείζονος. Με την πρώτη σημασία πρέπει να εννοήσουμε, για παράδειγμα, την primäre Erinnerung (την «πρωτεύουσα ενθύμηση»), σε αντιδιαστολή προς τη sekundäre Erinnerung (τη «δευτερεύουσα ενθύμηση») (βλ., ενδεικτικά, 138, 142, 149, 154). Με τη δεύτερη σημασία πρέπει να εννοήσουμε, για παράδειγμα, το primäres Objekt (το «πρωτεύον αντικείμενο», το κύριο αντικείμενο ενός ενεργήματος) σε αντιδιαστολή προς το sekundäres Objekt (το «δευτερεύον αντικείμενο» ενός ενεργήματος) (βλ., π.χ., 327). Όσο για τον όρο primitiv, είναι ορθότερο να τον μεταφράσουμε «πρωτογενής/ές» (βλ., π.χ., 223, 96–97 (ο δε όρος originären που κάνει την εμφάνισή του εδώ στην ίδια πρόταση και αποδίδεται «πρωτογενείς», μπορεί ορθότερα να μεταφραστεί «καταγωγικές»).
Το Gattung μεταφράζεται «είδος» και όχι, όπως θα αναμέναμε, «γένος». Αυτό δημιουργεί λογικού τύπου ζητήματα, αν σκεφτεί κανείς, πως, για παράδειγμα, στις σελίδες 217 και 218 ο Χούσερλ περιγράφει τη μεταβολή κατά το πέρασμα από μια ποιότητα σε μια άλλη εντός του ίδιου γένους, εννοώντας το πέρασμα, π.χ., από το ποιοτικό είδος «κόκκινο» στο ποιοτικό είδος «πράσινο» εντός, όμως, του ίδιου γένους «χρώμα».
Είναι κατανοητό ότι κάποια σημεία που σχετίζονται με μαθηματική ορολογία προκαλούν μεγαλύτερη δυσχέρεια. Ο Χούσερλ είχε σπουδάσει μαθηματικά (υπήρξε, μάλιστα, βοηθός του Καρλ Βάιερστρας) και αντλούσε στοιχεία από τον χώρο των μαθηματικών και των εξελίξεων στην περιοχή της μαθηματικής ανάλυσης. Έτσι, για παράδειγμα, ο Χούσερλ διέκρινε ανάμεσα σε πληθοειδή, ορθοειδή, και κυκλοειδή πολλαπλά, θεωρώντας ότι συνεισφέρει στη θεωρία πολλαπλοτήτων του Μπέρνχαρντ Ρήμαν. Σε αυτό το πλαίσιο, το συνεχές του χρόνου έχει τη μορφή μιας «μονοδιάστατης ορθοειδούς [orthoiden, και όχι απλουστευτικά «γραμμικής»] πολλαπλότητας» (βλ. 238, 271). Οι όροι Vielheit και Mannigfaltigkeit μεταφράζονται και οι δύο ως «πολλαπλότητα»· είναι, όμως σημαντική η διαφορά τους στη χουσερλιανή φαινομενολογία. Στην περίπτωση της πολλότητας (Vielheit, βλ., π.χ., 114, 168, 202 ) έχουμε να κάνουμε με ένα συνάθροισμα σχετικώς αυτόνομων μεταξύ τους περιεχομένων. Τέτοια περιεχόμενα ενοποιούνται χάρη σε συνδετικές μορφές ενότητας ― γι’ αυτό και στη σελίδα 202 ο Χούσερλ μιλά για τη συνδετική μορφή διαφορετικών σειρών αισθημάτων. Τα στοιχεία μιας πολλαπλότητας ή, ισοδύναμα, ενός πολλαπλού (Mannigfaltigkeit) είναι μεταξύ τους, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, λειτουργικώς εξαρτημένα και ενοποιούνται ως αλληλοσυγχωνευόμενα. Τώρα, το Zweifache Mannigfaltigkeit είναι καλύτερο να μεταφραστεί «δισδιάστατη πολλαπλότητα» ή «δισδιάστατο πολλαπλό» και όχι «διττή πολλαπλότητα» (91). Το geschlossene Linien είναι ορθότερο να αποδοθεί «κλειστές γραμμές» και όχι «πεπερασμένες γραμμές» (91). Τα begrenzt και unbegrenzt στη μαθηματική ορολογία είναι, αντίστοιχα, «φραγμένος» και «μη-φραγμένος» και όχι «οριοθετημένος». Το Ungleichseitige Verhältnis, που κυριολεκτικά σημαίνει «ανομοιόπλευρη σχέση», εννοείται στο χουσερλιανό κείμενο ως «μη-αντιμεταθετική» που είναι προτιμότερο από το «μη-αμοιβαία» (98). Το Transitivität besteht είναι ορθότερο να μεταφραστεί «ισχύει μεταβατικότητα» και όχι «υφίσταται μετάβαση» (98). Το Eindeutigkeit «μονοσημαντότητα» και όχι «πράγμα που καθιστά σαφές» (361) ή «σαφή σήμανση» (όπ.π.). (Βλ. και 284, όπου ο Χούσερλ μιλά για «ένα προς ένα αντιστοιχία» και όχι για «σαφή αντιστοιχία».) Το Belegung είναι «[πληρωτική] κάλυψη» και όχι «διάταξη» (365). Στη σελίδα 365 ο Χούσερλ περιγράφει το πώς σχηματίζεται μια «δίεδρη γωνία» (ein ebenen Winkel bilden) και όχι σκέτα «γωνία» που έχει «ακμή» (Scheitelgerade) και όχι «κορυφή» την ευθεία ΕΕ.
Ο όρος Empfindungsinhalt μεταφράζεται «περιεχόμενο αισθήματος» ή «περιεχόμενο του αισθήματος». Έτσι, όμως, μπορεί να δημιουργηθεί η εντύπωση πως το αίσθημα (Empfindung), π.χ. το εμμενώς πραγματικό «κόκκινο», έχει και κάτι άλλο ως δικό του περιεχόμενο – κάτι που, βέβαια, δεν ισχύει. Ο Χούσερλ χρησιμοποιεί τον όρο Empfindung άλλοτε για να αναφερθεί στο «αδρανές» υλικό της συνείδησης που «εμψυχώνεται» ερμηνευτικά και άλλοτε στο βίωμα του αισθάνεσθαι αυτό το υλικό. Στα ελληνικά, όμως, μπορούμε να μιλάμε, αντίστοιχα, για το «αίσθημα» (υλητικό δεδομένο) και για την «αίσθηση» (αισθάνεσθαι). Τα Empfindungsinhalte είναι «περιεχόμενα της αίσθησης» (και όχι «περιεχόμενα του αισθήματος»), με τη σημαντική υποσημείωση ότι δεν πρέπει να εννοήσουμε την αίσθηση ως ενέργημα που στρέφεται προς τέτοια περιεχόμενα ως αντικείμενά του. Η αίσθηση (το αισθάνεσθαι) δεν είναι παρά σκέτη βιούμενη κατοχή δεδομένων της αίσθησης, σκέτη συνείδηση κατοχής ή βίωσης τέτοιων δεδομένων [9]. Θα μπορούσαμε, εναλλακτικά, για να βοηθούμε στη ρητή διάκριση από τα sinnlich και sensuell, να αποδώσουμε το Empfindungsinhalt «περιεχόμενο της δεκτικότητας».
Με τον όρο Fülle ο Χούσερλ ονομάζει το υλικό που πληρώνει, που «γεμίζει» τρόπον τινά τη χρονική (και χωρική) προ-φαινόμενη εξάπλωση της συνειδησιακής ροής. Η μεταφραστική απόδοση «πλήρες» (με τους δύσκολους, μάλιστα, πληθυντικούς, π.χ. σε εκφράσεις όπως: «των χρονικών πλήρων» [291]) σημαίνει, όμως, το αποτέλεσμα της πλήρωσης, το ίδιο το (χρονικό, στην περίπτωσή μας) πεδίο μαζί με το πλήρωμά του. Ο όρος «πλήρωμα» θα ταίριαζε καλύτερα εδώ για το Fülle.
Τέλος, για τον όρο Antizipation έχει επιλεχθεί το «προσδοκία». Όμως, μάλλον η προσδοκία έχει τον χαρακτήρα της αναμονής κάτι θετικού. Ως ουδέτερος όρος είναι ίσως περισσότερο κατάλληλος ο όρος «πρό-ληψη», ή ακόμα (για να αποφευχθεί η δυσκολία που φέρνει το επίθετο «προ-ληπτικός/ή/ό) ο όρος «πρό-βλεψη. Στο ίδιο πνεύμα, στη συζήτηση της Εισαγωγής γύρω από την «απογοήτευση» της προκράτησης, πρέπει να ληφθεί υπόψιν πως το να πληρώνεται το εκάστοτε τώρα με διαφορετικό τρόπο από εκείνον που αναμέναμε δεν συνιστά οπωσδήποτε βίωση απογοήτευσης· θα μπορούσε κάλλιστα το μη αναμενόμενο διαφορετικό να μας εκπλήξει ακόμα και ευχάριστα.
Μένοντας στο πνεύμα της χουσερλιανής φαινομενολογίας του χρόνου, να κλείσουμε λέγοντας πως η παρούσα ελληνική μετάφραση πληρώνει με τον καλύτερο τρόπο τις αναμονές μας για τέτοιου είδους σημαντικές παρουσίες στα ελληνικά γράμματα και γονιμοποιεί το έδαφος και για άλλες ευχάριστες εκπλήξεις στο μέλλον. Το να δούμε μεταφράσεις και άλλων κομβικών κειμένων του Έντμουντ Χούσερλ θα είναι πλούτος για όλους και όλες μας. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον Νίκο Σουελτζή για τον κόπο του και την επιμέλειά του προκειμένου να έχουμε στα χέρια μας αυτό το σπουδαίο βιβλίο.
Σημειώσεις
[1] J. Findley: «Husserl’s Analysis of the Inner Time-Consciousness», στο: The Monist 59/1 (1975), σ. 3−20, εδώ σ. 3. Πολύ εύστοχα ο Μαρκ Μιχάλσκι επισημαίνει διορθωτικά πως ο Φίντλεϋ πρέπει να εννοεί εδώ το Ενδέκατο και όχι το Δέκατο Βιβλίο των Εξομολογήσεων του Αυγουστίνου.
[2] Βλ. E. Husserl: Philosophie der Arithmetik. Mit ergänzenden Texten (1890−1901). Επιμέλεια: Lothar Eley. Husserliana XII. Den Haag: Martinus Nijhoff, 1970.
[3] Βλ. E. Husserl: Logische Untersuchungen. Erster Band: Prolegomena zur reinen Logik. Halle: Niemeyer, 1900. Logische Untersuchungen. Zweiter Band: Untersuchungen zur Phänomenologie und Theorie der Erkenntnis. Halle: Niemeyer, 1901.
[4] E. Husserl: Zur Phänomenologie des inneren Zeitbewusstseins (1893−1917). Επιμέλεια: R. Boehm. Husserliana X. Den Haag: Martinus Nijhoff, 1966, σ. 276.
[5] Όπ.π., σ. 415.
[6] Όπ.π., σ. 276.
[7] Βλ., π.χ., υποσημ. 1 της § 9 της 1ης Λογικής Έρευνας.
[8] Βλ. παραδειγματικά στο E. Husserl: Erfahrung und Urteil. Untersuchungen zur Genealogie der Logik. Επιμέλεια: L. Landgrebe. Hamburg: Felix Meiner Verlag, 1939, την § 87 e που έχει τίτλο «Kongruenz und Differenz in der überschiebenden Deckung der Variationsmannigfaltigkeiten».
[9] Κάτι που έχει τονίσει ο Χούσερλ στην 5η Λογική Έρευνα. Είναι, επίσης, χαρακτηριστική εδώ η § 6 στο E. Husserl: Wahrnehmung und Aufmerksamkeit. Texte aus dem Nachlass (1893−1912). Επιμέλεια: T. Vongehr & R. Giuliani. Dordrecht: Springer, 2004, σ. 23 κ.επς.